ἀντιχαίρω: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
(big3_5)
(5)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=en v. med.-pas. [[alegrar en compensación]] Νίκα ... ἀντιχαρεῖσα Θήβᾳ S.<i>Ant</i>.149.
|dgtxt=en v. med.-pas. [[alegrar en compensación]] Νίκα ... ἀντιχαρεῖσα Θήβᾳ S.<i>Ant</i>.149.
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀντιχαίρω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αντιχαίρετε</i><br />[[απάντηση]] στον χαιρετισμό <i>χαίρετε</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[χαίρομαι]] και εγώ, [[συμμερίζομαι]] τη [[χαρά]] κάποιου.
}}
}}

Revision as of 06:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιχαίρω Medium diacritics: ἀντιχαίρω Low diacritics: αντιχαίρω Capitals: ΑΝΤΙΧΑΙΡΩ
Transliteration A: antichaírō Transliteration B: antichairō Transliteration C: antichairo Beta Code: a)ntixai/rw

English (LSJ)

   A rejoice in turn or answer, Νίκα ἀντιχαρεῖσα Θήβᾳ S.Ant. 149.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιχαίρω: χαίρω καὶ αὐτός ὁμοίως, συμμερίζομαι τὴν χαράν τινος, Νίκα ... ἀντιχαρεῖσα Θήβᾳ (κατὰ τὸν Blaydes, ἄρτι χαρεῖσα˙Ϗ ὁ δὲ Schmidt γράφει ἄρτι φανεῖσα) Σοφ. Ἀντ. 149˙ περὶ τοῦ τύπου ἴδε τὸ ἁπλοῦν ῥῆμα χαίρω.

French (Bailly abrégé)

part. ao. Pass. fém. ἀντιχαρεῖσα;
payer de retour l’amour de.
Étymologie: ἀντί, χαίρω.

Spanish (DGE)

en v. med.-pas. alegrar en compensación Νίκα ... ἀντιχαρεῖσα Θήβᾳ S.Ant.149.

Greek Monolingual

ἀντιχαίρω)
νεοελλ.
αντιχαίρετε
απάντηση στον χαιρετισμό χαίρετε
αρχ.
χαίρομαι και εγώ, συμμερίζομαι τη χαρά κάποιου.