ἀπεσκής: Difference between revisions
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(big3_5) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ές [[carente de estuche o carcaj]] τόξα S.<i>Fr</i>.626. | |dgtxt=-ές [[carente de estuche o carcaj]] τόξα S.<i>Fr</i>.626. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀπεσκής]], -ές (Α) [[πέσκος]]<br />ο [[δίχως]] δερμάτινο [[κάλυμμα]] ή [[θήκη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ές, (πέσκος)
A without a bow-case, τόξα S.Fr.626.
German (Pape)
[Seite 288] ές (πέσκος), unbedeckt, Soph. frg. 552; τόξα, d. i. γυμνὰ θήκης, B. A. 422, wo ἀπέσκη steht.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπεσκής: -ές, (πέσκος) ἄνευ δέρματος, ἀκάλυπτος (Σοφ. Ἀποσπ. 552)· «ἀπεσκῆ· τόξ’ ἀπεσκῆ, ἔνιοι δὲ γυμνὰ θήκης τόξα. Σοφοκλῆς Τρωΐλῳ» Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-ές carente de estuche o carcaj τόξα S.Fr.626.