ἀπογηράσκω: Difference between revisions
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
(big3_5) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[envejecer]] de pers. ἀπογηράσκοντας ... τοκῆας Thgn.821, cf. Hp.<i>Aph</i>.2.20, <i>Morb</i>.2.55, Arist.<i>PA</i> 658<sup>b</sup>20, Alex.278 (cód.)<br /><b class="num">•</b>del narciso, Thphr.<i>HP</i> 7.13.6, del vino, Plu.2.702c, ὅσσαι δέ κα τᾶν ἀμπέλων ἀπογηράσκωντι <i>TEracl</i>.1.170, δυνάμεις Plu.2.1129d. | |dgtxt=[[envejecer]] de pers. ἀπογηράσκοντας ... τοκῆας Thgn.821, cf. Hp.<i>Aph</i>.2.20, <i>Morb</i>.2.55, Arist.<i>PA</i> 658<sup>b</sup>20, Alex.278 (cód.)<br /><b class="num">•</b>del narciso, Thphr.<i>HP</i> 7.13.6, del vino, Plu.2.702c, ὅσσαι δέ κα τᾶν ἀμπέλων ἀπογηράσκωντι <i>TEracl</i>.1.170, δυνάμεις Plu.2.1129d. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπογηράσκω:''' μέλ. -γηράσομαι [ᾱ], γερνώ, σε Θέογν. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:24, 30 December 2018
English (LSJ)
A grow old, Thgn.821, Hp.Aph.2.20; part. ἀπογηράς dub. l. Alex.278; inf. ἀπογηρᾶν, of senile dementia, Gal.16.696; ἀπεγήρασα Thphr.HP7.13.6; of vines, ὅσσαι δέ κα . . ἀπογηράσκωντι fail from old age, Tab.Heracl.1.170.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπογηράσκω: γίνομαι γέρων, γηράσκω, Θέογν. 819, ὁ μὲν γ’ (ἄνθρωπος) ἀπογηράσκων ἀηδὴς γίνεται, οἶνον δὲ τὸν παλαίτατον σπουδάζομεν Ἱππ. Ἀφ. 1245: ἀπογηράς, μετοχ. ἀορ. (ἴδε γηράσκω), πιθανὴ γραφὴ ἐν Ἀλέξιδος Ἀδήλοις 15· ἀλλ’ ἀπεγήρασα ἐν Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 7. 13, 6· ἐπὶ ἀμπέλων, ὅσσαι δὲ κα… ἀπογηράσκωντι, ἐκλείπωσιν ἕνεκα γήρως, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν τῇ Συλλογ. Ἐπιγρ. 5774. 170.
French (Bailly abrégé)
vieillir.
Étymologie: ἀπό, γηράσκω.
Spanish (DGE)
envejecer de pers. ἀπογηράσκοντας ... τοκῆας Thgn.821, cf. Hp.Aph.2.20, Morb.2.55, Arist.PA 658b20, Alex.278 (cód.)
•del narciso, Thphr.HP 7.13.6, del vino, Plu.2.702c, ὅσσαι δέ κα τᾶν ἀμπέλων ἀπογηράσκωντι TEracl.1.170, δυνάμεις Plu.2.1129d.
Greek Monotonic
ἀπογηράσκω: μέλ. -γηράσομαι [ᾱ], γερνώ, σε Θέογν.