ἀποκρουστικός: Difference between revisions
ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life
(big3_6) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[capaz de repeler o apartar]] ἀποκρουστικαὶ τῶν ἐπιρρεόντων δυνάμεις Gal.1.396, cf. Dsc.1.116, [[δέλτος]] ἀ. πρὸς Σελήνην <i>PMag</i>.4.2241, op. εὐδοκητήν D.L.2.87.<br /><b class="num">2</b> astr. [[menguante]] σελήνη Ptol.<i>Tetr</i>.3.13.9, cf. Paul.Al.35.14. | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[capaz de repeler o apartar]] ἀποκρουστικαὶ τῶν ἐπιρρεόντων δυνάμεις Gal.1.396, cf. Dsc.1.116, [[δέλτος]] ἀ. πρὸς Σελήνην <i>PMag</i>.4.2241, op. εὐδοκητήν D.L.2.87.<br /><b class="num">2</b> astr. [[menguante]] σελήνη Ptol.<i>Tetr</i>.3.13.9, cf. Paul.Al.35.14. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀποκρουστικός]], -ή, -όν) [[αποκρούω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αντιπαθητικός]], [[απεχθής]], [[δυσάρεστος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει την [[ικανότητα]] ή τη [[δύναμη]] να αποκρούει<br /><b>2.</b> (για τη [[σελήνη]]) που λιγοστεύει, που [[είναι]] στη [[φάση]] της ελάττωσης. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:57, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A able to drive off, dispel, Dsc.1.116; δυνάμεις Gal.1.396; repulsive, D.L.2.87. 2 waning, ἀ. σελήνη Ptol.Tetr.149, cf. Paul.Al.G.4; δέλτος ἀ. πρὸς σελήνην PMag.Par.1.2241.
German (Pape)
[Seite 309] zurückstoßend, abwehrend, φάρμακα Medic.; σελήνη, der abnehmende Mond, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκρουστικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος ἢ ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα νὰ ἀποκρούσῃ, φάρμακα ἀποκρουστικά, τὰ ἀναστέλλοντα τὸ φερόμενον ὑπὸ τῶν ῥευμάτων ἐπὶ τὸ πεπονθός, Γαλην. τ. 12. σ. 226, Διοσκ. 1. 167, ἴδε ἀπόκρουσις.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 capaz de repeler o apartar ἀποκρουστικαὶ τῶν ἐπιρρεόντων δυνάμεις Gal.1.396, cf. Dsc.1.116, δέλτος ἀ. πρὸς Σελήνην PMag.4.2241, op. εὐδοκητήν D.L.2.87.
2 astr. menguante σελήνη Ptol.Tetr.3.13.9, cf. Paul.Al.35.14.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀποκρουστικός, -ή, -όν) αποκρούω
νεοελλ.
αντιπαθητικός, απεχθής, δυσάρεστος
αρχ.
αυτός που έχει την ικανότητα ή τη δύναμη να αποκρούει
2. (για τη σελήνη) που λιγοστεύει, που είναι στη φάση της ελάττωσης.