ἀπρόθεσμος: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(big3_6) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[no fijado en un tiempo definido]] χρόνος τῆς ἐπὶ τὴν μίξιν ὁρμῆς Sor.22.22<br /><b class="num">•</b>[[no fijado de antemano]] θάνατος Chrys.M.60.741, μυστήριον Hsch.H.<i>Hom</i>.21.9.13. | |dgtxt=-ον<br />[[no fijado en un tiempo definido]] χρόνος τῆς ἐπὶ τὴν μίξιν ὁρμῆς Sor.22.22<br /><b class="num">•</b>[[no fijado de antemano]] θάνατος Chrys.M.60.741, μυστήριον Hsch.H.<i>Hom</i>.21.9.13. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπρόθεσμος]], -ον)<br />αυτός για τον οποίο δεν έχει οριστεί [[προθεσμία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:58, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A not fixed to any definite time, opp. ἐμπρόθεσμος, Sor.1.33.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόθεσμος: -ον, ὁ μὴ γινόμενος ἐν ὡρισμένῳ χρόνῳ, ὁ μὴ γινόμενος κατὰ τὴν δεῖνα ἢ δεῖνα ὥραν τοῦ ἔτους, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ ἐμπρόθεσμος, «διὸ καὶ τῶν πλείστων (ζῴων) ἐμπρόθεσμος ὁ χρόνος τῆς ἐπὶ τὴν μῖξιν ὁρμῆς, ἐπὶ δὲ τῶν ἀνθρώπων ἀπρόθεσμος πολλαχοῦ» Σωραν. 10, σ. 28.
Spanish (DGE)
-ον
no fijado en un tiempo definido χρόνος τῆς ἐπὶ τὴν μίξιν ὁρμῆς Sor.22.22
•no fijado de antemano θάνατος Chrys.M.60.741, μυστήριον Hsch.H.Hom.21.9.13.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπρόθεσμος, -ον)
αυτός για τον οποίο δεν έχει οριστεί προθεσμία.