ἀριστόνικος: Difference between revisions

From LSJ

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source
(big3_6)
(6)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀριστόνῑκος) -ον<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. -νεικ- <i>IG</i> 12(5).521 (Citno I/II d.C.)<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[que obtiene la mejor victoria]] κράτος <i>Trag.Adesp</i>.91, τὸν ἀριστόνεικον τὸν ἀρχιαιρέα <i>IG</i> l.c. (tal vez n. pr.).
|dgtxt=(ἀριστόνῑκος) -ον<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. -νεικ- <i>IG</i> 12(5).521 (Citno I/II d.C.)<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[que obtiene la mejor victoria]] κράτος <i>Trag.Adesp</i>.91, τὸν ἀριστόνεικον τὸν ἀρχιαιρέα <i>IG</i> l.c. (tal vez n. pr.).
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀριστόνικος]], -ον (AM)<br />αυτός που κερδίζει ένδοξη [[νίκη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άριστος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>νικος</i> <span style="color: red;"><</span> [[νίκη]].
}}
}}

Revision as of 06:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριστόνῑκος Medium diacritics: ἀριστόνικος Low diacritics: αριστόνικος Capitals: ΑΡΙΣΤΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: aristónikos Transliteration B: aristonikos Transliteration C: aristonikos Beta Code: a)risto/nikos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A gaining glorious victory, κράτος Trag.Adesp. 97.

Greek (Liddell-Scott)

ἀριστόνῑκος: -ον, ὁ διδούς, ὁ παρέχων ἀρίστην νίκην, λαβών ἀριστόνικον ἐν μάχῃ κράτος Ἀθήν. 457Β, ἐν τῷ χωρίῳ τούτῳ ὑποκρύπτεται λογοπαίγνιον ἔχον σχέσιν πρὸς τὸ κύριον ὄνομα Ἀριστόνικος. ΙΙ. ὁ ἐνδόξως νικῶν, στρατάρχης ἀριστόνικος, νίκαις πολλαῖς ἐκπρέπων Κωνστ. Μανασσ. Χρον. 3188.

Spanish (DGE)

(ἀριστόνῑκος) -ον

• Grafía: graf. -νεικ- IG 12(5).521 (Citno I/II d.C.)

• Prosodia: [ᾰ-]
que obtiene la mejor victoria κράτος Trag.Adesp.91, τὸν ἀριστόνεικον τὸν ἀρχιαιρέα IG l.c. (tal vez n. pr.).

Greek Monolingual

ἀριστόνικος, -ον (AM)
αυτός που κερδίζει ένδοξη νίκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + -νικος < νίκη.