ἀρτιγένειος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
(big3_7)
(6)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀρτῐγένειος) -ον<br /><b class="num">1</b> [[que empieza a echar bozo]] χνόος <i>AP</i> 9.219 (Diod.), de hombres jóvenes παῖς Nonn.<i>D</i>.18.135, ἀρτιγένειος ὤν siendo mozo</i> Sch.Call.<i>Fr</i>.2, cf. <i>IMEG</i> 79.2 (II/III d.C.)<br /><b class="num">•</b>subst. [[mozo]] ἀρτιγένειοι ἐπίλεκτοι en el séquito de Escipión, App.<i>Pun</i>.8.<br /><b class="num">2</b> como solecismo [[recién parido]] Luc.<i>Sol</i>.2.
|dgtxt=(ἀρτῐγένειος) -ον<br /><b class="num">1</b> [[que empieza a echar bozo]] χνόος <i>AP</i> 9.219 (Diod.), de hombres jóvenes παῖς Nonn.<i>D</i>.18.135, ἀρτιγένειος ὤν siendo mozo</i> Sch.Call.<i>Fr</i>.2, cf. <i>IMEG</i> 79.2 (II/III d.C.)<br /><b class="num">•</b>subst. [[mozo]] ἀρτιγένειοι ἐπίλεκτοι en el séquito de Escipión, App.<i>Pun</i>.8.<br /><b class="num">2</b> como solecismo [[recién parido]] Luc.<i>Sol</i>.2.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀρτιγένειος]], -ον (Α)<br />[[εκείνος]] του οποίου τα γένια [[μόλις]] άρχισαν να φυτρώνουν.
}}
}}

Revision as of 06:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτιγένειος Medium diacritics: ἀρτιγένειος Low diacritics: αρτιγένειος Capitals: ΑΡΤΙΓΕΝΕΙΟΣ
Transliteration A: artigéneios Transliteration B: artigeneios Transliteration C: artigeneios Beta Code: a)rtige/neios

English (LSJ)

ον,

   A with the beard just sprouting, AP9.219 (Diod.), Nonn.D.18.135; as Subst., ἀ. ἐπίλεκτοι App.Pun.8; incorrectly used, = ἀρτιγέννητος, σολοικισμοί Luc.Sol.2.

German (Pape)

[Seite 361] (γένειον), milchbärtig, χνόος Diod. 6 (IX, 219); Luc. soloec. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτιγένειος: -ον, ὁ ἀρτίως εἰς γένειον μεταβληθείς, κοῦρος ἔτ’ ἀρτιγένειον ἔχων χνόον Ἀνθ. Π. 9. 219, ὁ ἄρτι γενειῶν, Ἀππ. Καρχηδ. 8: - μεταφρ., ὁ πλήρη αὔξησιν λαβών, σολοικισμοί Λουκ. Σολοικ. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la barbe naissante.
Étymologie: ἄρτι, γένειον.

Spanish (DGE)

(ἀρτῐγένειος) -ον
1 que empieza a echar bozo χνόος AP 9.219 (Diod.), de hombres jóvenes παῖς Nonn.D.18.135, ἀρτιγένειος ὤν siendo mozo Sch.Call.Fr.2, cf. IMEG 79.2 (II/III d.C.)
subst. mozo ἀρτιγένειοι ἐπίλεκτοι en el séquito de Escipión, App.Pun.8.
2 como solecismo recién parido Luc.Sol.2.

Greek Monolingual

ἀρτιγένειος, -ον (Α)
εκείνος του οποίου τα γένια μόλις άρχισαν να φυτρώνουν.