ἀσκόπευτος: Difference between revisions

From LSJ

ἕως τοῦ ἔξω τόπου περισπᾶται → be drawn away and expanded

Source
(big3_7)
(6)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no puede ser evaluado]], [[incalculable]] (πενία) [[ἀσκόπευτος]] οὐσία Secund.<i>Sent</i>.17.
|dgtxt=-ον<br />[[que no puede ser evaluado]], [[incalculable]] (πενία) [[ἀσκόπευτος]] οὐσία Secund.<i>Sent</i>.17.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσκόπευτος]], -ον) [[σκοπεύω]]<br />Ι. <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[χωρίς]] συγκεκριμένο σκοπό ή [[πρόθεση]]<br /><b>2.</b> ο [[αστόχαστος]], ο [[απερίσκεπτος]]|| <b>αρχ.</b> [[εκείνος]] τον οποίο δεν επιδιώκει [[κανείς]], ο [[ανεπιθύμητος]]. II. <b>επίρρ.</b> (μσν.νεοελλ.) <i>ασκόπευτα</i><br />[[χωρίς]] προηγούμενη [[εξέταση]] («[[εκεί]] που πας ασκόπευτα»).
}}
}}

Revision as of 06:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκόπευτος Medium diacritics: ἀσκόπευτος Low diacritics: ασκόπευτος Capitals: ΑΣΚΟΠΕΥΤΟΣ
Transliteration A: askópeutos Transliteration B: askopeutos Transliteration C: askopeftos Beta Code: a)sko/peutos

English (LSJ)

ον,

   A free from intrusions, πενία ἀ. οὐσία Secund.Sent.10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκόπευτος: -ον, ὅν οὐδεὶς θηρεύει, ἀθήρευτος, τί ἐστι πενία; ἄφθονον πρᾶγμα, ἀσκόπευτος οὐσία Σεκοῦνδος σ. 637.

Spanish (DGE)

-ον
que no puede ser evaluado, incalculable (πενία) ἀσκόπευτος οὐσία Secund.Sent.17.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσκόπευτος, -ον) σκοπεύω
Ι. νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται χωρίς συγκεκριμένο σκοπό ή πρόθεση
2. ο αστόχαστος, ο απερίσκεπτος