incalculable
From LSJ
Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst
English > Greek (Woodhouse)
adjective
countless: P. and V. ἀναρίθμητος, V. ἀνάριθμος, ἀνήριθμος, μυρίος (also Plato but rare P.).
inconceivable: P. and V. ἀμήχανος.
immeasurable: P. ἄμετρος, Ar. and V. ἀμέτρητος (Euripides, Hecuba 783).
Spanish > Greek
ἀκατάλεκτος, ἀνεξαρίθμητος, ἀνεκλάλητος, ἀσύμβλητος, ἀσυλλόγιστος, ἀψήφιστος, ἀσκόπευτος