ἀθήρευτος
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
ἀθήρευτον, not hunted, X.Cyr.1.4.16.
Spanish (DGE)
-ον no cazado θηρία X.Cyr.1.4.16, cf. Hsch.s.u. ἄθηρον.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu'on ne prend pas à la chasse.
Étymologie: ἀ, θηρεύω.
German (Pape)
nicht gejagt, Xen. Cyr. 1.4.16.
Russian (Dvoretsky)
ἀθήρευτος: не являющийся предметом охоты (θηρία ἀθήρευτα Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀθήρευτος: -ον, ὁ μὴ θηρευθείς, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 16
Greek Monotonic
ἀθήρευτος: -ον (θηρεύω), αυτός που δεν θηρεύτηκε, σε Ξεν.
Middle Liddell
θηρεύω
not hunted, Xen.