ἀσύνοπτος: Difference between revisions
(big3_7) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> de cosas [[de difícil percepción]] ἃ ... τοῖς ... πολλοῖς ἀσύνοπτα los hechos que escapan a los ojos del vulgo</i> Aeschin.2.146, φάραγξις ... ἀ. barranco del que no se alcanza a ver el fondo</i> I.<i>BI</i> 7.167, ἀ. ὕψωμα Secund.<i>Sent</i>.1, cf. D.S.5.77<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. [[sin discernir]], [[sin ver]] ἀσύνοπτα [θε] ωροῦντας Praxiph.7.8.<br /><b class="num">2</b> de pers. [[obtuso]] Isid.Pel.<i>Ep</i>.M.78.356B. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> de cosas [[de difícil percepción]] ἃ ... τοῖς ... πολλοῖς ἀσύνοπτα los hechos que escapan a los ojos del vulgo</i> Aeschin.2.146, φάραγξις ... ἀ. barranco del que no se alcanza a ver el fondo</i> I.<i>BI</i> 7.167, ἀ. ὕψωμα Secund.<i>Sent</i>.1, cf. D.S.5.77<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. [[sin discernir]], [[sin ver]] ἀσύνοπτα [θε] ωροῦντας Praxiph.7.8.<br /><b class="num">2</b> de pers. [[obtuso]] Isid.Pel.<i>Ep</i>.M.78.356B. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀσύνοπτος]], -ον (AM) [[σύνοπτος]] <span style="color: red;"><</span> [[συνορώ]]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν διακρίνεται ή που δεν γνωρίζεται εύκολα, ο [[δυσδιάκριτος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν διακρίνεται [[καθαρά]] στο σύνολό του ή σε συσχετισμό με κάποιον άλλον. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A not easily perceived, opp. εὐσύνοπτος, Aeschin.2.146, J.BJ7.6.1, Secund.Sent.1,15.
German (Pape)
[Seite 380] unkenntlich, dunkel, τοῖς πολλοῖς Aeschin. 2, 146.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσύνοπτος: -ον, ὁ μὴ εὐκόλως διακρινόμενος, δυσδιάκριτος, ἅ ἐστι τοῖς μὲν πολλοῖς ἀσύνοπτα Αἰσχίν. 47, 31.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
que l’on ne peut embrasser d’un coup d’œil, difficile à saisir.
Étymologie: ἀ, σύνοπτος.
Spanish (DGE)
-ον
1 de cosas de difícil percepción ἃ ... τοῖς ... πολλοῖς ἀσύνοπτα los hechos que escapan a los ojos del vulgo Aeschin.2.146, φάραγξις ... ἀ. barranco del que no se alcanza a ver el fondo I.BI 7.167, ἀ. ὕψωμα Secund.Sent.1, cf. D.S.5.77
•neutr. como adv. sin discernir, sin ver ἀσύνοπτα [θε] ωροῦντας Praxiph.7.8.
2 de pers. obtuso Isid.Pel.Ep.M.78.356B.
Greek Monolingual
ἀσύνοπτος, -ον (AM) σύνοπτος < συνορώ]
1. αυτός που δεν διακρίνεται ή που δεν γνωρίζεται εύκολα, ο δυσδιάκριτος
2. εκείνος που δεν διακρίνεται καθαρά στο σύνολό του ή σε συσχετισμό με κάποιον άλλον.