Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συνορώ

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317

Greek Monolingual

(I)
-άω, ΜΑ, και αττ. τ. ξυνορῶ Α ὁρῶ
μσν.
(με απρμφ.) αποφασίζω, κρίνω
αρχ.
1. βλέπω συγχρόνως («δύνασθαι δεῖ συνορᾶσθαι τὴν ἀρχὴν καὶ τὸ τέλος», Αριστοτ.)
2. βλέπω και, γενικά, αντιλαμβάνομαι κάτι συνολικά («τὸν βίον συνεωρακέναι καὶ λελογίσθαι ὅτι...», Δημοσθ.)
3. συγκεντρώνω την προσοχή μου σε κάτι
4. (για δικαστή) βγάζω απόφαση
5. (με αρν. μόριο) αρνούμαι
6. (η μτχ. β' αορ.) συνιδών, -οῦσα, -όν
λαμβάνοντας γνώση, όταν αντιλήφθηκε («συνιδόντες κατέφυγον εἰς τὰς πόλεις τῆς Λυκαονίας», ΚΔ).
(II)
-έω, Α σύνορος
συνορεύω.