αὐτεπάγγελτος: Difference between revisions
(big3_7) |
(7) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que obra por sí mismo o por voluntad propia]] como pred. ref. al suj. gener. de pers. αὐ. ... ἐμοὶ ἠθέλησε συμβαλέσθαι χρήματα Hdt.7.29, παῖδας ... ἐφ' οἷς ὑπέστητ' αὐτεπάγγελτοι θανεῖν E.<i>HF</i> 706, οἵτινες ... αὐ. ἐχώρησαν πρὸς τὴν ἐλευθερίαν Th.4.120, ἐὰν ... αὐ. αὐτοῖς (τοῖς φίλοις) ἐν τοῖς καιροῖς βοηθῇς Isoc.1.25, de los atenienses ὥστε τῆς ἐλευθερίας αὐτεπαγγέλτους ἐθελοντὰς παραχωρῆσαι Φιλίππῳ D.18.68, ἐς τὸ [[δικαστήριον]] αὐ. ἦλθε D.C.54.3.2, πολλοὶ δὲ τῶν βαρβάρων καὶ αὐτεπάγγελτοι συνεμάχησαν Polyaen.7.15.1, τὴν ἀπόδοσιν τῆς θυγατρὸς αὐ. ἐπινεύων Hld.5.12.2<br /><b class="num">•</b>[[que ofrece voluntariamente sus servicios]] ὁ δὲ [[ἀδόλεσχος]] ἄμισθός ἐστι προδότης καὶ αὐ. Plu.2.510b<br /><b class="num">•</b>tb. de abstr. [[espontáneo]] αὕτη ([[δύναμις]]) πάρεστιν αὐ. ese (poder) nos viene a la mano espontáneamente</i> Th.1.33, (ἡ ἐκ θεοῦ [[βοήθεια]]) αὐ. ἤδη παρέσται Ph.2.173.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[por propia iniciativa]], [[voluntariamente]] τἀναντία ... αὐ. ἐξειργασμένοι Agath.4.5.9. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que obra por sí mismo o por voluntad propia]] como pred. ref. al suj. gener. de pers. αὐ. ... ἐμοὶ ἠθέλησε συμβαλέσθαι χρήματα Hdt.7.29, παῖδας ... ἐφ' οἷς ὑπέστητ' αὐτεπάγγελτοι θανεῖν E.<i>HF</i> 706, οἵτινες ... αὐ. ἐχώρησαν πρὸς τὴν ἐλευθερίαν Th.4.120, ἐὰν ... αὐ. αὐτοῖς (τοῖς φίλοις) ἐν τοῖς καιροῖς βοηθῇς Isoc.1.25, de los atenienses ὥστε τῆς ἐλευθερίας αὐτεπαγγέλτους ἐθελοντὰς παραχωρῆσαι Φιλίππῳ D.18.68, ἐς τὸ [[δικαστήριον]] αὐ. ἦλθε D.C.54.3.2, πολλοὶ δὲ τῶν βαρβάρων καὶ αὐτεπάγγελτοι συνεμάχησαν Polyaen.7.15.1, τὴν ἀπόδοσιν τῆς θυγατρὸς αὐ. ἐπινεύων Hld.5.12.2<br /><b class="num">•</b>[[que ofrece voluntariamente sus servicios]] ὁ δὲ [[ἀδόλεσχος]] ἄμισθός ἐστι προδότης καὶ αὐ. Plu.2.510b<br /><b class="num">•</b>tb. de abstr. [[espontáneo]] αὕτη ([[δύναμις]]) πάρεστιν αὐ. ese (poder) nos viene a la mano espontáneamente</i> Th.1.33, (ἡ ἐκ θεοῦ [[βοήθεια]]) αὐ. ἤδη παρέσται Ph.2.173.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[por propia iniciativa]], [[voluntariamente]] τἀναντία ... αὐ. ἐξειργασμένοι Agath.4.5.9. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[αὐτεπάγγελτος]], -ον)<br />αυτός που κάνει [[κάτι]] από [[μόνος]] του ή από δική του [[προαίρεση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «αυτεπάγγελτη [[δίωξη]]» — η ποινική [[δίωξη]] που κινείται εξ επαγγέλματος από τον εισαγγελέα όταν μάθει ότι έγινε κάποια αξιόποινη [[πράξη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απρόσκλητος]], αυτός που προσκαλεί [[μόνος]] του τον εαυτό του. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A offering of oneself, of one's free will, αὐ. ἠθέλησε συμβαλέσθαι χρήματα Hdt.7.29; αὐ. ὑποστῆναι E.HF706; παρεῖναι, χωρεῖν, Th. 1.33, 4.120; βοηθεῖν Isoc.1.25; ἐθελονταί D.18.68. Adv. -τως Ph. 2.173. II self invited, dub. in Luc.JTr.37.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτεπάγγελτος: -ον, ὁ ἀφ᾿ ἑαυτοῦ, αὐθορμήτως ποιῶν τι χωρὶς νὰ παρακινηθῇ ὑπό τινος, Λατ. sponte, αὐτεπάγγελτο... ἠθέλησε συμβαλέσθαι χρήματα Ἡρόδ. 7. 29· αὐτ. ὑποστῆναι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 706· παρεῖναι, χωρεῖν Θουκ. 1. 33., 4. 120· βοηθεῖν Ἰσοκρ. 7C · παραχωρῆσαι Δημ. 247. 25. Ἐπίρρ. -τως Φίλων 2. 173.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui s’offre de lui-même, spontané, volontaire.
Étymologie: αὐτός, ἐπαγγέλομαι.
Spanish (DGE)
-ον
1 que obra por sí mismo o por voluntad propia como pred. ref. al suj. gener. de pers. αὐ. ... ἐμοὶ ἠθέλησε συμβαλέσθαι χρήματα Hdt.7.29, παῖδας ... ἐφ' οἷς ὑπέστητ' αὐτεπάγγελτοι θανεῖν E.HF 706, οἵτινες ... αὐ. ἐχώρησαν πρὸς τὴν ἐλευθερίαν Th.4.120, ἐὰν ... αὐ. αὐτοῖς (τοῖς φίλοις) ἐν τοῖς καιροῖς βοηθῇς Isoc.1.25, de los atenienses ὥστε τῆς ἐλευθερίας αὐτεπαγγέλτους ἐθελοντὰς παραχωρῆσαι Φιλίππῳ D.18.68, ἐς τὸ δικαστήριον αὐ. ἦλθε D.C.54.3.2, πολλοὶ δὲ τῶν βαρβάρων καὶ αὐτεπάγγελτοι συνεμάχησαν Polyaen.7.15.1, τὴν ἀπόδοσιν τῆς θυγατρὸς αὐ. ἐπινεύων Hld.5.12.2
•que ofrece voluntariamente sus servicios ὁ δὲ ἀδόλεσχος ἄμισθός ἐστι προδότης καὶ αὐ. Plu.2.510b
•tb. de abstr. espontáneo αὕτη (δύναμις) πάρεστιν αὐ. ese (poder) nos viene a la mano espontáneamente Th.1.33, (ἡ ἐκ θεοῦ βοήθεια) αὐ. ἤδη παρέσται Ph.2.173.
2 adv. -ως por propia iniciativa, voluntariamente τἀναντία ... αὐ. ἐξειργασμένοι Agath.4.5.9.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM αὐτεπάγγελτος, -ον)
αυτός που κάνει κάτι από μόνος του ή από δική του προαίρεση
νεοελλ.
φρ. «αυτεπάγγελτη δίωξη» — η ποινική δίωξη που κινείται εξ επαγγέλματος από τον εισαγγελέα όταν μάθει ότι έγινε κάποια αξιόποινη πράξη
αρχ.
απρόσκλητος, αυτός που προσκαλεί μόνος του τον εαυτό του.