βαθυλείμων: Difference between revisions
Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold
(big3_8) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(βᾰθῠλείμων) -ον [[celebrado en espesa pradera]] ἀγών Pi.<i>P</i>.10.15. | |dgtxt=(βᾰθῠλείμων) -ον [[celebrado en espesa pradera]] ἀγών Pi.<i>P</i>.10.15. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βαθυλείμων:''' gen. ονος Pind. = [[βαθύλειμος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A surrounded by rich meadows, πέτρα β., i.e. Cirrha, where the land was forbidden to be ploughed, Pi.P.10.15.
German (Pape)
[Seite 424] ονος, mit tiefen, üppigen Wiesen, πέτρα Pind. P. 10. 15.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰθῠλείμων: -ον, γεν. -ωνος, ἔχων ἢ περικυκλούμενος ὑπὸ πλουσίων λειμώνων, πέτρα βαθ., ἡ Κίρρα, ἔνθα ἡ χώρα ἦτο ἱερὰ καὶ οὐδεὶς ἠδύνατο νὰ καλλιεργήσῃ αὐτήν· πρβλ. τοῦ Tennyson deep meadow'd" Πινδ. Π. 10.23.
English (Slater)
βᾰθῠλείμων
1 in deep meadows i. e. deep in the meadows. ἔθηκε καὶ βαθυλείμων ὑπὸ Κίρρας πετρᾶν ἀγὼν κρατησίποδα Φρικίαν (Hartung: βαθυλείμωνα πέτραν codd.) (P. 10.15)
Spanish (DGE)
(βᾰθῠλείμων) -ον celebrado en espesa pradera ἀγών Pi.P.10.15.
Russian (Dvoretsky)
βαθυλείμων: gen. ονος Pind. = βαθύλειμος.