βάρδος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
(big3_8)
 
(7)
Line 1: Line 1:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[acémila]], <i>BGU</i> 276.11, 17 (II/III d.C.).
|dgtxt=-ου, ὁ [[acémila]], <i>BGU</i> 276.11, 17 (II/III d.C.).
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[βάρδος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ποιητής]] ή [[τραγουδιστής]] με ευρεία [[απήχηση]] στον λαό<br /><b>αρχ.</b><br />Κέλτης [[ραψωδός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>ιταλ.</b> <i>bardo</i> <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b> <i>bar dus</i>, λ. κελτικής προέλευσης].
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

Spanish (DGE)

-ου, ὁ acémila, BGU 276.11, 17 (II/III d.C.).

Greek Monolingual

ο (AM βάρδος)
νεοελλ.
ποιητής ή τραγουδιστής με ευρεία απήχηση στον λαό
αρχ.
Κέλτης ραψωδός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bardo < λατ. bar dus, λ. κελτικής προέλευσης].