βλεννώδης: Difference between revisions
From LSJ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
(big3_9) |
(7) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ες<br />[[mucoso]], [[viscoso]] Hp.<i>Epid</i>.4.1, <i>Morb</i>.2.12, Arist.<i>HA</i> 591<sup>a</sup>26, Mnesith.Ath.26.4, Gal.6.701. | |dgtxt=-ες<br />[[mucoso]], [[viscoso]] Hp.<i>Epid</i>.4.1, <i>Morb</i>.2.12, Arist.<i>HA</i> 591<sup>a</sup>26, Mnesith.Ath.26.4, Gal.6.701. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες (Α [[βλεννώδης]]) [[βλέννα]]<br /><b>1.</b> όμοιος με [[βλέννα]]<br /><b>2.</b> ανατομικό ή παθολογοανατομικό [[στοιχείο]] που έχει τη [[μορφή]] βλέννας ή παράγει [[βλέννα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A slimy, mucous, Hp.Morb.2.12, Arist.HA591a26.
German (Pape)
[Seite 448] ες (mit der v. l. βλενώδης), schlammig, Arist. H. A. 8, 2; schleimig, rotzig, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
βλεννώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς βλέννον, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ.8.2.26.
Spanish (DGE)
-ες
mucoso, viscoso Hp.Epid.4.1, Morb.2.12, Arist.HA 591a26, Mnesith.Ath.26.4, Gal.6.701.
Greek Monolingual
-ες (Α βλεννώδης) βλέννα
1. όμοιος με βλέννα
2. ανατομικό ή παθολογοανατομικό στοιχείο που έχει τη μορφή βλέννας ή παράγει βλέννα.