βουλητός: Difference between revisions
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
(big3_9) |
(7) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[deseable]] οὔτε χρήσιμον οὔτε β. Phld.<i>Rh</i>.1.185, τὴν διαφορὰν βουλητῶν καὶ δοκούντων γνωσόμεθα Olymp.<i>in Alc</i>.39, οὐ βουλητά γε ἦν αὐτῷ Plot.1.4.5.<br /><b class="num">2</b> fil. τὸ β. [[lo que es un acto de la volición]], [[lo que depende de la voluntad]] unido a ἑκούσιον Pl.<i>Lg</i>.733d, Arist.<i>EN</i> 1113<sup>a</sup>17, op. γνωστικόν y δραστήριον Procl.<i>in Prm</i>.962.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[mediante la volición]] β. καὶ γνωστικῶς ... προεστᾶσι πάντων Procl.<i>in Prm</i>.961. | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[deseable]] οὔτε χρήσιμον οὔτε β. Phld.<i>Rh</i>.1.185, τὴν διαφορὰν βουλητῶν καὶ δοκούντων γνωσόμεθα Olymp.<i>in Alc</i>.39, οὐ βουλητά γε ἦν αὐτῷ Plot.1.4.5.<br /><b class="num">2</b> fil. τὸ β. [[lo que es un acto de la volición]], [[lo que depende de la voluntad]] unido a ἑκούσιον Pl.<i>Lg</i>.733d, Arist.<i>EN</i> 1113<sup>a</sup>17, op. γνωστικόν y δραστήριον Procl.<i>in Prm</i>.962.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[mediante la volición]] β. καὶ γνωστικῶς ... προεστᾶσι πάντων Procl.<i>in Prm</i>.961. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βουλητός]], -ή, -όν (AM) [[βούλομαι]]<br />[[εκείνος]] τον οποίο θέλει ή [[πρέπει]] να θέλει [[κάποιος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>βουλητόν</i>, <i>το</i><br />[[σύσκεψη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>βουλητόν</i>, <i>το</i><br />το [[αντικείμενο]] της βούλησης. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A that is or should be willed, οὔτε χρήσιμον οὔτε β. Phld.Rh.1.185S.: τὸ β. object of desire or will, Pl.Lg.733d, Arist.EN 1113a17. Adv. -τῶς Procl.in Prm.p.752S.
German (Pape)
[Seite 457] gewollt, τὸ βουλητόν τε καὶ ἑκούσιον Plat. Legg. V, 733 d; vgl. Arist. Eth. 3, 5.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
que l’on veut ou que l’on peut vouloir ; τὸ βουλητόν PLAT ce qui dépend de la volonté.
Étymologie: adj. verb. de βούλομαι.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1deseable οὔτε χρήσιμον οὔτε β. Phld.Rh.1.185, τὴν διαφορὰν βουλητῶν καὶ δοκούντων γνωσόμεθα Olymp.in Alc.39, οὐ βουλητά γε ἦν αὐτῷ Plot.1.4.5.
2 fil. τὸ β. lo que es un acto de la volición, lo que depende de la voluntad unido a ἑκούσιον Pl.Lg.733d, Arist.EN 1113a17, op. γνωστικόν y δραστήριον Procl.in Prm.962.
II adv. -ῶς mediante la volición β. καὶ γνωστικῶς ... προεστᾶσι πάντων Procl.in Prm.961.
Greek Monolingual
βουλητός, -ή, -όν (AM) βούλομαι
εκείνος τον οποίο θέλει ή πρέπει να θέλει κάποιος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. βουλητόν, το
σύσκεψη
αρχ.
βουλητόν, το
το αντικείμενο της βούλησης.