βρεφοτρόφος: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
(big3_9)
(7)
 
Line 4: Line 4:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[encargado o director de un hospicio]], <i>Cod.Iust</i>.1.3 tít., 55.2, Iust.<i>Nou</i>.7.1.
|dgtxt=-ου, ὁ [[encargado o director de un hospicio]], <i>Cod.Iust</i>.1.3 tít., 55.2, Iust.<i>Nou</i>.7.1.
}}
{{grml
|mltxt=[[βρεφοτρόφος]], ο, η (Μ)<br />ο [[βρεφοκόμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βρέφος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> <span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]].
}}
}}

Latest revision as of 06:24, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

βρεφοτρόφος: -ον, ὁ ἀνατρέφων βρέφη, Μανασσ. Χρον. 4032· -τροφέω, Τζέτζ.· -τροφεῖον, τό, μέρος ἔνθα ἀνατρέφονται τὰ ἐκτεθέντα βρέφη. Ἐκκλ.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ encargado o director de un hospicio, Cod.Iust.1.3 tít., 55.2, Iust.Nou.7.1.

Greek Monolingual

βρεφοτρόφος, ο, η (Μ)
ο βρεφοκόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βρέφος + -τρόφος < τρέφω.