γλύκασμα: Difference between revisions

From LSJ

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source
(big3_10)
(8)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[dulzor]] fig. de las palabras, LXX <i>Pr</i>.16.24.<br /><b class="num">2</b> [[vino dulce]] LXX 1<i>Es</i>.9.51.
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[dulzor]] fig. de las palabras, LXX <i>Pr</i>.16.24.<br /><b class="num">2</b> [[vino dulce]] LXX 1<i>Es</i>.9.51.
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[γλύκασμα]]) [[γλυκάζω]]<br /><b>1.</b> [[γλυκύτητα]]<br /><b>2.</b> [[γλυκό]] [[κρασί]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καταπράυνση]]<br /><b>2.</b> (για τον καιρό) [[βελτίωση]]<br /><b>3.</b> <i>τα γλυκάσματα</i><br />πολτώδη φαρμακευτικά παρασκευάσματα από φυτά.
}}
}}

Revision as of 07:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλῠκασμα Medium diacritics: γλύκασμα Low diacritics: γλύκασμα Capitals: ΓΛΥΚΑΣΜΑ
Transliteration A: glýkasma Transliteration B: glykasma Transliteration C: glykasma Beta Code: glu/kasma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A sweetness, LXX Pr.16.24, al.; sweet wine, ib.Ne.8.10, al.

Greek (Liddell-Scott)

γλύκασμα: -ατος, τό, γλυκύτης, γλυκὺ πρᾶγμα, Ἑβδ. (Παροιμ. ις΄, 24 κ. ἀλλ.).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 dulzor fig. de las palabras, LXX Pr.16.24.
2 vino dulce LXX 1Es.9.51.

Greek Monolingual

το (AM γλύκασμα) γλυκάζω
1. γλυκύτητα
2. γλυκό κρασί
νεοελλ.
1. καταπράυνση
2. (για τον καιρό) βελτίωση
3. τα γλυκάσματα
πολτώδη φαρμακευτικά παρασκευάσματα από φυτά.