γνωμοτύπος: Difference between revisions

From LSJ

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source
(big3_10)
(8)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῠ-]<br />[[acuñador de máximas]], [[sentencioso]] ἄνδρες Ar.<i>Ra</i>.877, μέριμναι Ar.<i>Nu</i>.952, οἱ γὰρ ἀγροῖκοι μάλιστα γνωμοτύποι εἰσί Arist.<i>Rh</i>.1395<sup>a</sup>7.
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῠ-]<br />[[acuñador de máximas]], [[sentencioso]] ἄνδρες Ar.<i>Ra</i>.877, μέριμναι Ar.<i>Nu</i>.952, οἱ γὰρ ἀγροῖκοι μάλιστα γνωμοτύποι εἰσί Arist.<i>Rh</i>.1395<sup>a</sup>7.
}}
{{grml
|mltxt=[[γνωμοτύπος]], -ον (Α)<br />[[συνθέτης]] γνωμικών.
}}
}}

Revision as of 06:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γνωμοτύπος Medium diacritics: γνωμοτύπος Low diacritics: γνωμοτύπος Capitals: ΓΝΩΜΟΤΥΠΟΣ
Transliteration A: gnōmotýpos Transliteration B: gnōmotypos Transliteration C: gnomotypos Beta Code: gnwmotu/pos

English (LSJ)

[ῠ], ον, (τύπτω)

   A maxim-coining, sententious, Id.Ra.877, Nu.952 (lyr.); γ. μάλιστα οἱ ἀγροῖκοι Arist.Rh.1395a7.

German (Pape)

[Seite 498] Denksprüche prägend; ἄνδρες Ar. Ran. 876; μέριμναι Nubb. 940; vgl. Arist. rhet. 2, 21.

Greek (Liddell-Scott)

γνωμοτύπος: [ῠ], -ον, (τύπτω) ἀποφθέγματα γνωμικὰ ποιῶν, ἀποφθεγματικῶς ὁμιλῶν, Ἀριστοφ. Βατρ. 877, Νεφ. 950· γν. μάλιστα οἱ ἀγροῖκοι Ἀριστ. Ρητ. 2. 21,9. ― γνωμοτυπία Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui forge des sentences, sentencieux.
Étymologie: γνώμη, τύπτω.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ῠ-]
acuñador de máximas, sentencioso ἄνδρες Ar.Ra.877, μέριμναι Ar.Nu.952, οἱ γὰρ ἀγροῖκοι μάλιστα γνωμοτύποι εἰσί Arist.Rh.1395a7.

Greek Monolingual

γνωμοτύπος, -ον (Α)
συνθέτης γνωμικών.