δαιδαλόχειρ: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
(big3_10)
(8)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(δαιδᾰλόχειρ) -χειρος [[artista]] Θῆρις ὁ δ. <i>AP</i> 6.204 (Leon.).
|dgtxt=(δαιδᾰλόχειρ) -χειρος [[artista]] Θῆρις ὁ δ. <i>AP</i> 6.204 (Leon.).
}}
{{grml
|mltxt=[[δαιδαλόχειρ]], ο, η (Α)<br />αυτός που έχει έμπειρο [[χέρι]].
}}
}}

Revision as of 07:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαιδᾰλόχειρ Medium diacritics: δαιδαλόχειρ Low diacritics: δαιδαλόχειρ Capitals: ΔΑΙΔΑΛΟΧΕΙΡ
Transliteration A: daidalócheir Transliteration B: daidalocheir Transliteration C: daidalocheir Beta Code: daidalo/xeir

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. χειρος,

   A cunning of hand, AP6.204 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 514] ειρος, mit kunstvollen Händen, Leon. Tar. 28 (VI, 204).

Greek (Liddell-Scott)

δαιδᾰλόχειρ: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἔμπειρον, ἐπιδέξιον χεῖρα, Ἀνθ. Π. 6. 204.

French (Bailly abrégé)

ειρος (ὁ, ἡ)
aux mains habiles.
Étymologie: δαίδαλος, χείρ.

Spanish (DGE)

(δαιδᾰλόχειρ) -χειρος artista Θῆρις ὁ δ. AP 6.204 (Leon.).

Greek Monolingual

δαιδαλόχειρ, ο, η (Α)
αυτός που έχει έμπειρο χέρι.