δέκτωρ: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(big3_10) |
(8) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ορος, ὁ<br />[[que acoge]], de donde [[protector]] ὑπέστης αἵματος δ. νέου fuiste protector de un nuevo crimen</i> ref. a Apolo, A.<i>Eu</i>.204. | |dgtxt=-ορος, ὁ<br />[[que acoge]], de donde [[protector]] ὑπέστης αἵματος δ. νέου fuiste protector de un nuevo crimen</i> ref. a Apolo, A.<i>Eu</i>.204. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δέκτωρ]], ο (Α) [[δέχομαι]]<br /><b>φρ.</b> «αἵματος [[δέκτωρ]] νέου» — αυτός που παίρνει [[επάνω]] του τον νέο φόνο (<b>Αισχύλ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:03, 29 September 2017
English (LSJ)
ορος, ὁ,
A one who takes upon himself or on his own head, αἵματος δ. νέου A.Eu.204.
German (Pape)
[Seite 543] ορος, ὁ, der etwas auf sich nimmt; νέου αἵματος, Vertheidiger frisch vergossenen Blutes, Aesch. Eum. 195.
Greek (Liddell-Scott)
δέκτωρ: -ορος, ὁ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ δέκτης, ὁ ἀναλαμβάνων ἐφ’ ἑαυτὸν ἢ ἐπὶ τὴν κεφαλήν του, αἵματος δ. νέου Αἰσχύλ. Εὐμ. 204.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
qui accueille, gén..
Étymologie: δέχομαι.
Spanish (DGE)
-ορος, ὁ
que acoge, de donde protector ὑπέστης αἵματος δ. νέου fuiste protector de un nuevo crimen ref. a Apolo, A.Eu.204.
Greek Monolingual
δέκτωρ, ο (Α) δέχομαι
φρ. «αἵματος δέκτωρ νέου» — αυτός που παίρνει επάνω του τον νέο φόνο (Αισχύλ.).