δευτερότοκος: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
(big3_11)
(9)
Line 4: Line 4:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[segundogénito]]de un hijo, op. πρωτότοκος Didym.M.39.836C, Chrys.M.48.929.
|dgtxt=-ον<br />[[segundogénito]]de un hijo, op. πρωτότοκος Didym.M.39.836C, Chrys.M.48.929.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br /> -η, -ο (AM [[δευτερότοκος]], -ον)<br /> αυτός που γεννήθηκε [[δεύτερος]], [[μετά]] τον πρωτότοκο.———————— <b>(II)</b><br /> [[δευτερότοκος]], η (AM)<br /> αυτή που γέννησε δεύτερη [[φορά]].
}}
}}

Revision as of 07:03, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
enfanté le second, puiné CHRYS 6.356.
Étymologie: δεύτερος, τίκτω.

Spanish (DGE)

-ον
segundogénitode un hijo, op. πρωτότοκος Didym.M.39.836C, Chrys.M.48.929.

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο (AM δευτερότοκος, -ον)
αυτός που γεννήθηκε δεύτερος, μετά τον πρωτότοκο.———————— (II)
δευτερότοκος, η (AM)
αυτή που γέννησε δεύτερη φορά.