διάδυσις: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
(big3_11)
(3)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">I</b> rel. la acción, abstr.<br /><b class="num">1</b> de cosas [[traspaso]], [[penetración]] ἐὰν μή τις τὸν τρόπον τῆς διαδύσεως ... δεικνύῃ Epicur.<i>Fr</i>.[24.50] 4, ἐς τὼς πόρως δ. Ti.Locr.100e, cf. Thphr.<i>Od</i>.50, Gr.Nyss.<i>Or.Dom</i>.53.10<br /><b class="num">•</b>de mezclas [[interpenetración]] συνεχὴς ἔσται ἡ [[διαίρεσις]] τῷ κατὰ πᾶν τὴν διάδυσιν γίνεσθαι θατέρῳ εἰς θάτερον Plot.2.7.1.<br /><b class="num">2</b> de pers., jur. [[escapatoria]] πρὸς τὰς διαδύσεις τῶν ἀδικημάτων νομοθετεῖσθαι D.24.139, cf. 94, διαδύσεις καὶ παλινδικίαι Plu.<i>Dem</i>.6, διαδύσεως οὐκ οὔσης καλεῖ ... τὴν θεόν Lib.<i>Or</i>.18.32.<br /><b class="num">II</b> rel. espacio, concr. [[pasadizo]] de una muralla ἵνα ... μὴ κατὰ διάδυσιν ... εἰσέλθοι Aen.Tact.24.5<br /><b class="num">•</b>[[galería]], [[túnel]] διαδύσεις μεταλλουργοῦντες D.S.5.36, (ὕδωρ) κατὰ διάδυσιν ὑπεκρέον Str.13.1.43 (cj.).
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">I</b> rel. la acción, abstr.<br /><b class="num">1</b> de cosas [[traspaso]], [[penetración]] ἐὰν μή τις τὸν τρόπον τῆς διαδύσεως ... δεικνύῃ Epicur.<i>Fr</i>.[24.50] 4, ἐς τὼς πόρως δ. Ti.Locr.100e, cf. Thphr.<i>Od</i>.50, Gr.Nyss.<i>Or.Dom</i>.53.10<br /><b class="num">•</b>de mezclas [[interpenetración]] συνεχὴς ἔσται ἡ [[διαίρεσις]] τῷ κατὰ πᾶν τὴν διάδυσιν γίνεσθαι θατέρῳ εἰς θάτερον Plot.2.7.1.<br /><b class="num">2</b> de pers., jur. [[escapatoria]] πρὸς τὰς διαδύσεις τῶν ἀδικημάτων νομοθετεῖσθαι D.24.139, cf. 94, διαδύσεις καὶ παλινδικίαι Plu.<i>Dem</i>.6, διαδύσεως οὐκ οὔσης καλεῖ ... τὴν θεόν Lib.<i>Or</i>.18.32.<br /><b class="num">II</b> rel. espacio, concr. [[pasadizo]] de una muralla ἵνα ... μὴ κατὰ διάδυσιν ... εἰσέλθοι Aen.Tact.24.5<br /><b class="num">•</b>[[galería]], [[túnel]] διαδύσεις μεταλλουργοῦντες D.S.5.36, (ὕδωρ) κατὰ διάδυσιν ὑπεκρέον Str.13.1.43 (cj.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''διάδῠσις:''' -εως, ἡ, [[δίοδος]], [[πέρασμα]] μέσω, [[διάβαση]]· στον πληθ., υπεκφυγές, [[αποφυγή]] <i>τινος</i>, από [[κάτι]], σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 22:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάδῠσις Medium diacritics: διάδυσις Low diacritics: διάδυσις Capitals: ΔΙΑΔΥΣΙΣ
Transliteration A: diádysis Transliteration B: diadysis Transliteration C: diadysis Beta Code: dia/dusis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A passing through, passage, ἐς τὼς πόρως Ti.Locr.100e, cf. Thphr.Od.50: metaph. in pl., evasions, τῶν ἀδικημάτων, i.e. escape from the consequences of crimes, D.24.139, cf. 94, Plu.Dem.6: abs., Lib.Or.18.32.    II in pl., passages, galleries, in mines, etc., D.S.5.36: sg., prob.l. in Aen.Tact.24.5; subterranean channel, Demetr.Sceps. ap. Str.13.1.43.

Greek (Liddell-Scott)

διάδῠσις: -εως, ἡ, ἡ διὰ μέσου διάβασις, δίοδος, Τίμ. Λοκρ. 100Ε, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 50· -μεταφ. κατὰ πληθ., ὑπεκφυγαί, τινος, ἀπό τινος πράγματος, Δημ. 744. 5. ΙΙ. κατὰ πληθ., δίοδος, διάδρομος, ὑπόγειος, ὡς ἐν μεταλλείοις, κτλ., Διόδ. 5. 36.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d’échapper ; αἱ διαδύσεις fig. moyens d’échapper à, faux-fuyants, subterfuges ; au sg. échappatoire (en justice).
Étymologie: διαδύω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
I rel. la acción, abstr.
1 de cosas traspaso, penetración ἐὰν μή τις τὸν τρόπον τῆς διαδύσεως ... δεικνύῃ Epicur.Fr.[24.50] 4, ἐς τὼς πόρως δ. Ti.Locr.100e, cf. Thphr.Od.50, Gr.Nyss.Or.Dom.53.10
de mezclas interpenetración συνεχὴς ἔσται ἡ διαίρεσις τῷ κατὰ πᾶν τὴν διάδυσιν γίνεσθαι θατέρῳ εἰς θάτερον Plot.2.7.1.
2 de pers., jur. escapatoria πρὸς τὰς διαδύσεις τῶν ἀδικημάτων νομοθετεῖσθαι D.24.139, cf. 94, διαδύσεις καὶ παλινδικίαι Plu.Dem.6, διαδύσεως οὐκ οὔσης καλεῖ ... τὴν θεόν Lib.Or.18.32.
II rel. espacio, concr. pasadizo de una muralla ἵνα ... μὴ κατὰ διάδυσιν ... εἰσέλθοι Aen.Tact.24.5
galería, túnel διαδύσεις μεταλλουργοῦντες D.S.5.36, (ὕδωρ) κατὰ διάδυσιν ὑπεκρέον Str.13.1.43 (cj.).

Greek Monotonic

διάδῠσις: -εως, ἡ, δίοδος, πέρασμα μέσω, διάβαση· στον πληθ., υπεκφυγές, αποφυγή τινος, από κάτι, σε Δημ.