διατυλίσσω: Difference between revisions
From LSJ
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
(big3_11) |
(9) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[desenrollar para leer]] τὴν Ὁμηρικὴν διετύλισσε ποίησιν S.E.<i>M</i>.1.281. | |dgtxt=[[desenrollar para leer]] τὴν Ὁμηρικὴν διετύλισσε ποίησιν S.E.<i>M</i>.1.281. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[διατυλίσσω]] και διατυλίττω (Α)<br />[[ξετυλίγω]], [[αναπτύσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 29 September 2017
English (LSJ)
Att. διατυλίττω,
A unroll, S.E.M.1.281.
German (Pape)
[Seite 608] auseinanderwickeln, aufrollen, τὴν ποίησιν, Sext. Emp. adv. math. 1, 281.
Greek (Liddell-Scott)
διατῠλίσσω: Ἀττ. -ττω, ἐκτυλίσσω, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1.281.
Spanish (DGE)
desenrollar para leer τὴν Ὁμηρικὴν διετύλισσε ποίησιν S.E.M.1.281.
Greek Monolingual
διατυλίσσω και διατυλίττω (Α)
ξετυλίγω, αναπτύσσω.