διυλιστός: Difference between revisions
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
(big3_12) |
(9) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[filtrado]], [[ἔλαιον]] ἀρεστὸν νέον καθαρὸν ἄδολον διυλιστόν <i>PRyl</i>.97.3 (II d.C.), τὸ ὕδωρ ... καθαρώτατον εἶναι καὶ διυλιστὸν καὶ κοῦφον καὶ πηγαῖον Gal.19.688, ὕδωρ ... θερμὸν πηγαῖον καθαρὸν, διύλιστον, κοῦφον Aët.9.15. | |dgtxt=-ή, -όν<br />[[filtrado]], [[ἔλαιον]] ἀρεστὸν νέον καθαρὸν ἄδολον διυλιστόν <i>PRyl</i>.97.3 (II d.C.), τὸ ὕδωρ ... καθαρώτατον εἶναι καὶ διυλιστὸν καὶ κοῦφον καὶ πηγαῖον Gal.19.688, ὕδωρ ... θερμὸν πηγαῖον καθαρὸν, διύλιστον, κοῦφον Aët.9.15. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[διυλιστός]], -ή, -όν)<br />καθαρισμένος, στραγγισμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που επιδέχεται καθαρισμό, [[διύλιση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A filtered, strained, ἔλαιον PRyl.97.3, cf. Gal.19.688.
Greek (Liddell-Scott)
διῡλιστός: -ή, -όν, ὁ ἐντελῶς στραγγισθείς, καθαρισθείς, Γαλην. 10, 452.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
filtrado, ἔλαιον ἀρεστὸν νέον καθαρὸν ἄδολον διυλιστόν PRyl.97.3 (II d.C.), τὸ ὕδωρ ... καθαρώτατον εἶναι καὶ διυλιστὸν καὶ κοῦφον καὶ πηγαῖον Gal.19.688, ὕδωρ ... θερμὸν πηγαῖον καθαρὸν, διύλιστον, κοῦφον Aët.9.15.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α διυλιστός, -ή, -όν)
καθαρισμένος, στραγγισμένος
νεοελλ.
αυτός που επιδέχεται καθαρισμό, διύλιση.