δοχεύς: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
(big3_12)
(9)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-έως, ὁ<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [gen. δοχῆος Orác. en Porph.<i>Fr</i>.349.5, <i>Orac.Chald</i>.211; ac. δοχῆα Orác. en Porph.<i>Fr</i>.350.19]<br /><b class="num">1</b> [[receptor]] inspirado de un oráculo, [[médium]] que recibe el espíritu divino τὸν δοχέα πληρώσας τὸν χρησμὸν ἀπεφοίβαζεν Eus.<i>PE</i> 3.16.1, ῥεῦμα τὸ φοιβείης ... αἴγλης ... κάππεσεν ἀμφὶ κάρηνον ἀμωμήτοιο δοχῆος Orác. en Porph.<i>Fr</i>.349.5, cf. 350.19, Herm.<i>in Phdr</i>.105, <i>Orac.Chald</i>.l.c., del poeta inspirado, Herm.<i>in Phdr</i>.111<br /><b class="num">•</b>[[receptáculo]] ὃν (νοῦν) ... ἀξιώτατον ἡγοῦμαι δοχέα θεοῦ Synes.<i>Ep</i>.151.<br /><b class="num">2</b> [[huésped]], [[anfitrión]] στεφανωθήσεται ... καθ' ἑκάστην σύνοδον ὑπὸ τοῦ δοχέως <i>IG</i> 12.<i>Suppl</i>.365.11 (Tasos II d.C.).
|dgtxt=-έως, ὁ<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [gen. δοχῆος Orác. en Porph.<i>Fr</i>.349.5, <i>Orac.Chald</i>.211; ac. δοχῆα Orác. en Porph.<i>Fr</i>.350.19]<br /><b class="num">1</b> [[receptor]] inspirado de un oráculo, [[médium]] que recibe el espíritu divino τὸν δοχέα πληρώσας τὸν χρησμὸν ἀπεφοίβαζεν Eus.<i>PE</i> 3.16.1, ῥεῦμα τὸ φοιβείης ... αἴγλης ... κάππεσεν ἀμφὶ κάρηνον ἀμωμήτοιο δοχῆος Orác. en Porph.<i>Fr</i>.349.5, cf. 350.19, Herm.<i>in Phdr</i>.105, <i>Orac.Chald</i>.l.c., del poeta inspirado, Herm.<i>in Phdr</i>.111<br /><b class="num">•</b>[[receptáculo]] ὃν (νοῦν) ... ἀξιώτατον ἡγοῦμαι δοχέα θεοῦ Synes.<i>Ep</i>.151.<br /><b class="num">2</b> [[huésped]], [[anfitrión]] στεφανωθήσεται ... καθ' ἑκάστην σύνοδον ὑπὸ τοῦ δοχέως <i>IG</i> 12.<i>Suppl</i>.365.11 (Tasos II d.C.).
}}
{{grml
|mltxt=[[δοχεύς]], ο (Α)<br />αυτός που δέχεται [[κάτι]], [[δέκτης]] (ειδ. για χρησμό ή [[έμπνευση]]).
}}
}}

Revision as of 07:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοχεύς Medium diacritics: δοχεύς Low diacritics: δοχεύς Capitals: ΔΟΧΕΥΣ
Transliteration A: docheús Transliteration B: docheus Transliteration C: docheys Beta Code: doxeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A recipient, esp. of oracles or inspiration, Orac. ap. Porph. ap. Eus.PE5.9, Herm. in Phdr.pp.105,111A.

German (Pape)

[Seite 663] ὁ, der Aufnehmende, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δοχεύς: έως, ὁ, ὁ δεχόμενος, Χρησμ. παρ’ Εὐσ. Ε. Π. 194D.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
hôte.
Étymologie: δέχομαι.

Spanish (DGE)

-έως, ὁ

• Morfología: [gen. δοχῆος Orác. en Porph.Fr.349.5, Orac.Chald.211; ac. δοχῆα Orác. en Porph.Fr.350.19]
1 receptor inspirado de un oráculo, médium que recibe el espíritu divino τὸν δοχέα πληρώσας τὸν χρησμὸν ἀπεφοίβαζεν Eus.PE 3.16.1, ῥεῦμα τὸ φοιβείης ... αἴγλης ... κάππεσεν ἀμφὶ κάρηνον ἀμωμήτοιο δοχῆος Orác. en Porph.Fr.349.5, cf. 350.19, Herm.in Phdr.105, Orac.Chald.l.c., del poeta inspirado, Herm.in Phdr.111
receptáculo ὃν (νοῦν) ... ἀξιώτατον ἡγοῦμαι δοχέα θεοῦ Synes.Ep.151.
2 huésped, anfitrión στεφανωθήσεται ... καθ' ἑκάστην σύνοδον ὑπὸ τοῦ δοχέως IG 12.Suppl.365.11 (Tasos II d.C.).

Greek Monolingual

δοχεύς, ο (Α)
αυτός που δέχεται κάτι, δέκτης (ειδ. για χρησμό ή έμπνευση).