δυσεξαρίθμητος: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
(big3_12)
(10)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de contar]], [[incontable]] κίνδυνοι Plb.3.58.6, ἄλλα δυσεξαρίθμητα ἐνεγκεῖν citar otros innumerables (textos)</i>, Origenes <i>Philoc</i>.26.3, ἁμαρτήματα Nil.M.79.576D, c. dat. limitativo (ὄψα) δυσεξαρίθμητα τοῖς γένεσι καὶ ταῖς διαφοραῖς Plu.2.667e.
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de contar]], [[incontable]] κίνδυνοι Plb.3.58.6, ἄλλα δυσεξαρίθμητα ἐνεγκεῖν citar otros innumerables (textos)</i>, Origenes <i>Philoc</i>.26.3, ἁμαρτήματα Nil.M.79.576D, c. dat. limitativo (ὄψα) δυσεξαρίθμητα τοῖς γένεσι καὶ ταῖς διαφοραῖς Plu.2.667e.
}}
{{grml
|mltxt=[[δυσεξαρίθμητος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα μπορεί να αριθμηθεί, ο [[πολυάριθμος]].
}}
}}

Revision as of 07:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσεξᾰρίθμητος Medium diacritics: δυσεξαρίθμητος Low diacritics: δυσεξαρίθμητος Capitals: ΔΥΣΕΞΑΡΙΘΜΗΤΟΣ
Transliteration A: dysexaríthmētos Transliteration B: dysexarithmētos Transliteration C: dyseksarithmitos Beta Code: dusecari/qmhtos

English (LSJ)

ον,

   A hard to count, Plb.3.58.6, Plu.2.667e.

German (Pape)

[Seite 679] schwer zu zählen; Pol. 3, 58; Plut. Symp. 4, 4, 2.

Greek (Liddell-Scott)

δυσεξᾰρίθμητος: -ον, δυσκόλως ἀριθμούμενος, Πολύβ. 3. 58, 6, Πλούτ. 2. 667Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à énumérer, innombrable.
Étymologie: δυσ-, ἐξαριθμέω.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de contar, incontable κίνδυνοι Plb.3.58.6, ἄλλα δυσεξαρίθμητα ἐνεγκεῖν citar otros innumerables (textos), Origenes Philoc.26.3, ἁμαρτήματα Nil.M.79.576D, c. dat. limitativo (ὄψα) δυσεξαρίθμητα τοῖς γένεσι καὶ ταῖς διαφοραῖς Plu.2.667e.

Greek Monolingual

δυσεξαρίθμητος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα μπορεί να αριθμηθεί, ο πολυάριθμος.