δωροδόκημα: Difference between revisions
ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone
(big3_13) |
(10) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> abstr. [[aceptación de un regalo como soborno]], [[venalidad]] ἀδικήματα καὶ δωροδοκήματα D.18.20, cf. 31, τὸ Δημοσθένους δ. Aeschin.3.69, τὰ δημόσια δωροδοκήματα las corrupciones políticas</i> Aeschin.3.209.<br /><b class="num">2</b> concr. [[soborno]] ἔλαβον ... παρὰ τοῦ βασιλέως ... δωροδοκήματα Pl.Com.127, τόκον ... τοῦ δωροδοκήματος Aeschin.3.104, ὁ δὲ ... τὸ δ. εἶχεν ἐν χειρί Paus.7.12.1. | |dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> abstr. [[aceptación de un regalo como soborno]], [[venalidad]] ἀδικήματα καὶ δωροδοκήματα D.18.20, cf. 31, τὸ Δημοσθένους δ. Aeschin.3.69, τὰ δημόσια δωροδοκήματα las corrupciones políticas</i> Aeschin.3.209.<br /><b class="num">2</b> concr. [[soborno]] ἔλαβον ... παρὰ τοῦ βασιλέως ... δωροδοκήματα Pl.Com.127, τόκον ... τοῦ δωροδοκήματος Aeschin.3.104, ὁ δὲ ... τὸ δ. εἶχεν ἐν χειρί Paus.7.12.1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (AM [[δωροδόκημα]])<br /><b>1.</b> το [[αποτέλεσμα]] της δωροδοκίας, η [[διαφθορά]]<br /><b>2.</b> το [[δώρο]] που δίνεται για [[δωροδοκία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το να δωροδοκείται ή να έχει δωροδοκηθεί [[κάποιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A acceptance of a bribe, corruption, D.18.20,31. 2 bribe, καταλαβεῖν Pl.Com.119.
German (Pape)
[Seite 695] τό, angenommenes Geld, Bestechung, Dem. 18, 31; Plut. com. Ath. VI, 229 f.
Greek (Liddell-Scott)
δωροδόκημα: τό, τὸ λαμβανόμενον δῶρον ἐπὶ διαφθορᾷ, Δημ. 232. 2., 236. 3. 2) δῶρον, καταλαβεῖν Πλάτ. Κωμ. Πρεσβ. 1.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
vénalité.
Étymologie: δωροδοκέω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 abstr. aceptación de un regalo como soborno, venalidad ἀδικήματα καὶ δωροδοκήματα D.18.20, cf. 31, τὸ Δημοσθένους δ. Aeschin.3.69, τὰ δημόσια δωροδοκήματα las corrupciones políticas Aeschin.3.209.
2 concr. soborno ἔλαβον ... παρὰ τοῦ βασιλέως ... δωροδοκήματα Pl.Com.127, τόκον ... τοῦ δωροδοκήματος Aeschin.3.104, ὁ δὲ ... τὸ δ. εἶχεν ἐν χειρί Paus.7.12.1.
Greek Monolingual
το (AM δωροδόκημα)
1. το αποτέλεσμα της δωροδοκίας, η διαφθορά
2. το δώρο που δίνεται για δωροδοκία
νεοελλ.
το να δωροδοκείται ή να έχει δωροδοκηθεί κάποιος.