εἰσηγητικός: Difference between revisions
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
(big3_13) |
(10) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν [[inductor]] εἰ. τρόπος ἀπάτης Clem.Al.<i>Prot</i>.2.26. | |dgtxt=-ή, -όν [[inductor]] εἰ. τρόπος ἀπάτης Clem.Al.<i>Prot</i>.2.26. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[εἰσηγητικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει [[εισήγηση]] («εισηγητική [[έκθεση]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται, ανήκει ή ταιριάζει στον εισηγητή ή στην [[εισήγηση]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εισηγείται, εισάγει («[[ἕκτος]] ἐστὶν εἰσηγητικὸς [[τρόπος]]»). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:06, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 743] ή, όν, einführend, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσηγητικός: ἁρμόδιος εἰς εἰσήγησις, τινὸς Κλήμ. Ἀλ. 22.
Spanish (DGE)
-ή, -όν inductor εἰ. τρόπος ἀπάτης Clem.Al.Prot.2.26.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α εἰσηγητικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που περιέχει εισήγηση («εισηγητική έκθεση»)
2. αυτός που αναφέρεται, ανήκει ή ταιριάζει στον εισηγητή ή στην εισήγηση
αρχ.
αυτός που εισηγείται, εισάγει («ἕκτος ἐστὶν εἰσηγητικὸς τρόπος»).