ἐκκαθεύδω: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(big3_13)
(10)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[dormir fuera]], [[a la intemperie]] ἐξεκάθευδον δὲ καὶ οἱ ἱππεῖς ἐν τῷ ᾨδείῳ X.<i>HG</i> 2.4.24.
|dgtxt=[[dormir fuera]], [[a la intemperie]] ἐξεκάθευδον δὲ καὶ οἱ ἱππεῖς ἐν τῷ ᾨδείῳ X.<i>HG</i> 2.4.24.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐκκαθεύδω]] (Α)<br />[[κοιμάμαι]] έξω από το [[σπίτι]] μου ή τη συνηθισμένη μου [[διαμονή]].
}}
}}

Revision as of 06:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκαθεύδω Medium diacritics: ἐκκαθεύδω Low diacritics: εκκαθεύδω Capitals: ΕΚΚΑΘΕΥΔΩ
Transliteration A: ekkatheúdō Transliteration B: ekkatheudō Transliteration C: ekkatheydo Beta Code: e)kkaqeu/dw

English (LSJ)

   A sleep out of one's quarters, X.HG2.4.24.

German (Pape)

[Seite 761] (s. εὕδω), draußen schlafen, d. i. Nachtwache halten, ἐξεκάθευδον Xen. Hell. 2, 4, 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκαθεύδω: μέλλ. -ευδήσω, κοιμῶμαι ἔξω τῆς συνήθους διαμονῆς μου, ἔξω τῆς κατοικίας μου, ἐξεκάθευδον δὲ καὶ οἱ ἱππεῖς ἐν τῷ ᾨδείῳ Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 24.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐξεκάθευδον;
passer la nuit à veiller.
Étymologie: ἐκ, καθεύδω.

Spanish (DGE)

dormir fuera, a la intemperie ἐξεκάθευδον δὲ καὶ οἱ ἱππεῖς ἐν τῷ ᾨδείῳ X.HG 2.4.24.

Greek Monolingual

ἐκκαθεύδω (Α)
κοιμάμαι έξω από το σπίτι μου ή τη συνηθισμένη μου διαμονή.