ἐμπληστέος: Difference between revisions
From LSJ
(big3_14) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-α, -ον<br />[[que debe ser llenado de]] c. gen. (πόλις) ὄγκου ἐμπληστέα καὶ πλήθους Pl.<i>R</i>.373b. | |dgtxt=-α, -ον<br />[[que debe ser llenado de]] c. gen. (πόλις) ὄγκου ἐμπληστέα καὶ πλήθους Pl.<i>R</i>.373b. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐμπληστέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[ἐμπίπλημι]], αυτό που πρέπει να γεμιστεί με [[κάτι]], <i>τινός</i>, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:04, 30 December 2018
English (LSJ)
α, ον, (ἐμπίμπλημι)
A to be filled with, ὄγκου Pl.R.373b.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπληστέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἐμπίπλημι, πρέπει νὰ ἐμπλησθῇ, νὰ γεμισθῇ τι μέ τι, ἀλλ’ ἤδη ὄγκου ἐμπληστέα (ἡ πόλις) καὶ πλήθους Πλάτ. Πολ. 373Β.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de ἐμπίπλημι.
Spanish (DGE)
-α, -ον
que debe ser llenado de c. gen. (πόλις) ὄγκου ἐμπληστέα καὶ πλήθους Pl.R.373b.
Greek Monotonic
ἐμπληστέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του ἐμπίπλημι, αυτό που πρέπει να γεμιστεί με κάτι, τινός, σε Πλάτ.