ἐμπικραίνομαι: Difference between revisions
Ἰδών τι κρυπτὸν (χρηστὸν) μηδὲν ἐκφάνῃς ὅλως → Aliquid vidisti occultum (pulchrum)? Nihil elimina → Siehst du Verborgnes (was Gutes), offenbare dich nicht ganz
(big3_14) |
(11) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> de pers. [[exasperarse]], [[irritarse con]] c. dat. Ἱππίεω ... ἐμπικραινομένου Ἀθηναίοισι διὰ τὸν Ἱππάρχου θάνατον Hdt.5.62, cf. D.C.47.8.4, abs. γυναικηίως Eus.Mynd.54.<br /><b class="num">2</b> de la enfermedad [[agravarse]], [[agudizarse]] Ἡρώδῃ ... ἡ νόσος ἐνεπικραίνετο I.<i>AI</i> 17.168. | |dgtxt=<b class="num">1</b> de pers. [[exasperarse]], [[irritarse con]] c. dat. Ἱππίεω ... ἐμπικραινομένου Ἀθηναίοισι διὰ τὸν Ἱππάρχου θάνατον Hdt.5.62, cf. D.C.47.8.4, abs. γυναικηίως Eus.Mynd.54.<br /><b class="num">2</b> de la enfermedad [[agravarse]], [[agudizarse]] Ἡρώδῃ ... ἡ νόσος ἐνεπικραίνετο I.<i>AI</i> 17.168. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐμπικραίνομαι]] (AM)<br /><b>(απολ.)</b> πικραίνομαι, θλίβομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω [[πικρία]] ή [[οργή]] [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>2.</b> (για [[αρρώστια]]) επιδεινώνομαι. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 29 September 2017
English (LSJ)
Med. or Pass.,
A to be bitter against, τινί Hdt.5.62, D.C.47.8: abs., Eus.Mynd.54; of disease, become virulent, J.AJ 17.6.5.
German (Pape)
[Seite 812] erbittert sein, τινί; auf Jemanden, Her. 5, 62 u. 80., wie D. Cass. 47, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπικραίνομαι: μέσ. ἢ παθ., εἶμαι πικρὸς κατά τινος, ἐμπικραινομένου (τοῦ Ἱππίου) Ἀθηναίοισι διὰ τὸν Ἱππάρχου θάνατον Ἡρόδ. 5. 62, Δίων Κ. 47. 8· ἐπὶ νόσου, χειροτερεύω, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 17. 6, 5.
Spanish (DGE)
1 de pers. exasperarse, irritarse con c. dat. Ἱππίεω ... ἐμπικραινομένου Ἀθηναίοισι διὰ τὸν Ἱππάρχου θάνατον Hdt.5.62, cf. D.C.47.8.4, abs. γυναικηίως Eus.Mynd.54.
2 de la enfermedad agravarse, agudizarse Ἡρώδῃ ... ἡ νόσος ἐνεπικραίνετο I.AI 17.168.
Greek Monolingual
ἐμπικραίνομαι (AM)
(απολ.) πικραίνομαι, θλίβομαι
αρχ.
1. έχω πικρία ή οργή εναντίον κάποιου
2. (για αρρώστια) επιδεινώνομαι.