ἔμμορφος: Difference between revisions

From LSJ

γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman

Source
(big3_14)
(11)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> ἐνμ- Ps.Archyt.<i>Pyth.Hell</i>.20.9<br />[[dotado de forma]], [[informado]], [[corpóreo]] ἀρχαί, op. ὑλικός Thphr.<i>Metaph</i>.7a.6, ἁ ἐστὼ ... κιναθεῖσα δὲ ποτὶ τὰν μορφὼ ἔ. γίνεται Ps.Archyt.l.c., ὕλη Plot.5.9.4, cf. Epiph.Const.<i>Haer</i>.74.4.4, [[ἄγαλμα]] Plu.<i>Num</i>.8, ἔμμορφον εἰκόνα χρὴ νομίζειν τῆς Ὀσίριδος ψυχῆς τὸν Ἆπιν Plu.2.362d, τρία ἔνμορφα de la Trinidad, Ps.Caes.3.54.
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> ἐνμ- Ps.Archyt.<i>Pyth.Hell</i>.20.9<br />[[dotado de forma]], [[informado]], [[corpóreo]] ἀρχαί, op. ὑλικός Thphr.<i>Metaph</i>.7a.6, ἁ ἐστὼ ... κιναθεῖσα δὲ ποτὶ τὰν μορφὼ ἔ. γίνεται Ps.Archyt.l.c., ὕλη Plot.5.9.4, cf. Epiph.Const.<i>Haer</i>.74.4.4, [[ἄγαλμα]] Plu.<i>Num</i>.8, ἔμμορφον εἰκόνα χρὴ νομίζειν τῆς Ὀσίριδος ψυχῆς τὸν Ἆπιν Plu.2.362d, τρία ἔνμορφα de la Trinidad, Ps.Caes.3.54.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἔμμορφος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[μορφή]], [[σχήμα]].
}}
}}

Revision as of 07:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμμορφος Medium diacritics: ἔμμορφος Low diacritics: έμμορφος Capitals: ΕΜΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: émmorphos Transliteration B: emmorphos Transliteration C: emmorfos Beta Code: e)/mmorfos

English (LSJ)

ον,

   A endued with form, ἀρχαί Thphr.Metaph.14; ἄγαλμα Plu.Num.8, cf. 2.362d; ὕλην ἔ. ἀποτελεῖσθαι Plot.5.9.4.

German (Pape)

[Seite 809] mit Gestalt begabt, körperlich, ἄγαλμα, Plut. Num. 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμμορφος: -ον, ἐν σωματικῇ μορφῇ, Πλουτ. Νουμ. 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
revêtu d’une forme, corporel.
Étymologie: ἐν, μορφή.

Spanish (DGE)

-ον

• Grafía: ἐνμ- Ps.Archyt.Pyth.Hell.20.9
dotado de forma, informado, corpóreo ἀρχαί, op. ὑλικός Thphr.Metaph.7a.6, ἁ ἐστὼ ... κιναθεῖσα δὲ ποτὶ τὰν μορφὼ ἔ. γίνεται Ps.Archyt.l.c., ὕλη Plot.5.9.4, cf. Epiph.Const.Haer.74.4.4, ἄγαλμα Plu.Num.8, ἔμμορφον εἰκόνα χρὴ νομίζειν τῆς Ὀσίριδος ψυχῆς τὸν Ἆπιν Plu.2.362d, τρία ἔνμορφα de la Trinidad, Ps.Caes.3.54.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἔμμορφος, -ον)
αυτός που έχει μορφή, σχήμα.