ἐμπόρευμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(big3_14)
(11)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[mercancía]] gener. plu. ἀγαθὸν ... ἐμπορεύμασιν ὠφελεῖν τὴν πόλιν X.<i>Vect</i>.3.4, cf. <i>Hier</i>.9.11, Gr.Naz.M.36.173A, Eust.686.42, τὰ οὐράνια ἐμπορεύματα los bienes celestiales</i>, <i>H.Mon</i>.14.21.<br /><b class="num">2</b> [[actividad comercial]] Hsch.<br /><b class="num">•</b>fig., c. gen. abstr. [[trato]], [[relación]] τῆς εὐσεβείας Basil.M.31.1381C, ἀρετῆς Chrys.M.49.265.<br /><b class="num">3</b> [[beneficio]], [[ganancia]] fig. ἐ. τῆς ἐμῆς εὐχῆς Gr.Naz.M.37.1043A, νήψεως καὶ ἀσφαλείας Isid.Pel.<i>Ep</i>.M.78.316A.
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[mercancía]] gener. plu. ἀγαθὸν ... ἐμπορεύμασιν ὠφελεῖν τὴν πόλιν X.<i>Vect</i>.3.4, cf. <i>Hier</i>.9.11, Gr.Naz.M.36.173A, Eust.686.42, τὰ οὐράνια ἐμπορεύματα los bienes celestiales</i>, <i>H.Mon</i>.14.21.<br /><b class="num">2</b> [[actividad comercial]] Hsch.<br /><b class="num">•</b>fig., c. gen. abstr. [[trato]], [[relación]] τῆς εὐσεβείας Basil.M.31.1381C, ἀρετῆς Chrys.M.49.265.<br /><b class="num">3</b> [[beneficio]], [[ganancia]] fig. ἐ. τῆς ἐμῆς εὐχῆς Gr.Naz.M.37.1043A, νήψεως καὶ ἀσφαλείας Isid.Pel.<i>Ep</i>.M.78.316A.
}}
{{grml
|mltxt=και εμπόρεμα, το (AM [[εμπόρευμα]])<br />[[κάθε]] [[φυσικό]] ή τεχνητό [[προϊόν]] για το οποίο γίνεται [[αγοραπωλησία]], εμπορεύσιμο [[είδος]], [[πραμάτεια]] («ελεύθερο [[εμπόρευμα]]» — αυτό που παραδίδεται από τον πωλητή στον αγοραστή ελεύθερο από έξοδα μεταφοράς).
}}
}}

Revision as of 07:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπόρευμα Medium diacritics: ἐμπόρευμα Low diacritics: εμπόρευμα Capitals: ΕΜΠΟΡΕΥΜΑ
Transliteration A: empóreuma Transliteration B: emporeuma Transliteration C: emporevma Beta Code: e)mpo/reuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A merchandise, in pl., X.Vect.3.4, Hier.9.11.    II traffic, Hsch.

German (Pape)

[Seite 816] τό, Gegenstand des Handels, Waare, Xen. Hier. 9, 11 Vect. 3, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπόρευμα: τό, ὡς παρ’ ἡμῖν, Ξεν. Πόροι 3. 4, Ἱέρ. 9. 11.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
marchandise.
Étymologie: ἐμπορεύομαι.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 mercancía gener. plu. ἀγαθὸν ... ἐμπορεύμασιν ὠφελεῖν τὴν πόλιν X.Vect.3.4, cf. Hier.9.11, Gr.Naz.M.36.173A, Eust.686.42, τὰ οὐράνια ἐμπορεύματα los bienes celestiales, H.Mon.14.21.
2 actividad comercial Hsch.
fig., c. gen. abstr. trato, relación τῆς εὐσεβείας Basil.M.31.1381C, ἀρετῆς Chrys.M.49.265.
3 beneficio, ganancia fig. ἐ. τῆς ἐμῆς εὐχῆς Gr.Naz.M.37.1043A, νήψεως καὶ ἀσφαλείας Isid.Pel.Ep.M.78.316A.

Greek Monolingual

και εμπόρεμα, το (AM εμπόρευμα)
κάθε φυσικό ή τεχνητό προϊόν για το οποίο γίνεται αγοραπωλησία, εμπορεύσιμο είδος, πραμάτεια («ελεύθερο εμπόρευμα» — αυτό που παραδίδεται από τον πωλητή στον αγοραστή ελεύθερο από έξοδα μεταφοράς).