ἐνδίφριος: Difference between revisions

From LSJ

κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue

Source
(big3_14)
(11)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que comparte asiento]], [[compañero de mesa]], [[comensal]] ἐκαθεζόμην ἐ. X.<i>An</i>.7.2.33, ἀδελφούς γε ποιήσομαι καὶ ἐνδιφρίους X.<i>An</i>.7.2.38.
|dgtxt=-ον<br />[[que comparte asiento]], [[compañero de mesa]], [[comensal]] ἐκαθεζόμην ἐ. X.<i>An</i>.7.2.33, ἀδελφούς γε ποιήσομαι καὶ ἐνδιφρίους X.<i>An</i>.7.2.38.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐνδίφριος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> καθισμένος στο ίδιο [[τραπέζι]] με κάποιον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐνδίφριος]] αὐτῷ [[ἱκέτης]]» — [[ικέτης]] πλάι στον δίφρο του.
}}
}}

Revision as of 07:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνδίφριος Medium diacritics: ἐνδίφριος Low diacritics: ενδίφριος Capitals: ΕΝΔΙΦΡΙΟΣ
Transliteration A: endíphrios Transliteration B: endiphrios Transliteration C: endifrios Beta Code: e)ndi/frios

English (LSJ)

ον, (δίφρος)

   A sitting on the same seat, ἐκαθεζόμην ἐνδίφριος αὐτῷ X.An.7.2.33, cf. 38.

German (Pape)

[Seite 834] ὁ, der neben Einem am Tische sitzt, Tischgenoß, Xen. An. 7, 2, 33.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδίφριος: -ον, (δίφρος) ἐκαθεζόμην ἐνδίφριος αὐτῷ ἱκέτης, παρὰ τὸν δίφρου αὐτοῦ ἱκέτης, Ξεν. Ἀν. 7. 2, 33· ὁμοτράπεζος, αὐτόθι 38.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
placé sur un siège ou à table près de qqn, compagnon de table, convive.
Étymologie: ἐν, δίφρος.

Spanish (DGE)

-ον
que comparte asiento, compañero de mesa, comensal ἐκαθεζόμην ἐ. X.An.7.2.33, ἀδελφούς γε ποιήσομαι καὶ ἐνδιφρίους X.An.7.2.38.

Greek Monolingual

ἐνδίφριος, -ον (Α)
1. καθισμένος στο ίδιο τραπέζι με κάποιον
2. φρ. «ἐνδίφριος αὐτῷ ἱκέτης» — ικέτης πλάι στον δίφρο του.