ἐνδοιάσιμος: Difference between revisions
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
(big3_14) |
(11) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[dudoso]] εἴ τι πρότερον ἐνδοιάσιμον ἦν αὐτῷ περὶ τὴν τεκνοκτονίαν I.<i>AI</i> 16.392, cf. Luc.<i>Scyth</i>.11.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[dubitativamente]] οὐκ ἐ. εἶχε περὶ τῆς τῶν παίδων εἰς αὐτὸν ἐπιβουλῆς no tenía ninguna duda acerca de la conspiración de sus hijos contra él</i> I.<i>AI</i> 16.319. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[dudoso]] εἴ τι πρότερον ἐνδοιάσιμον ἦν αὐτῷ περὶ τὴν τεκνοκτονίαν I.<i>AI</i> 16.392, cf. Luc.<i>Scyth</i>.11.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[dubitativamente]] οὐκ ἐ. εἶχε περὶ τῆς τῶν παίδων εἰς αὐτὸν ἐπιβουλῆς no tenía ninguna duda acerca de la conspiración de sus hijos contra él</i> I.<i>AI</i> 16.319. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐνδοιάσιμος]], -ο (Α)<br />[[αμφίβολος]], αυτός που προκαλεί ενδοιασμούς. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A doubtful, J.AJ16.11.7, Luc.Scyth.11. Adv.-μως, ἔχειν περί τινος J.AJ16.10.4.
German (Pape)
[Seite 835] zweifelhaft, unentschieden, Luc. Scyth. 11; – ἐνδοιασίμως ἔχειν περί τινος, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδοιάσιμος: -ον, ἀμφίβολος, Λουκ. Σκύθ. 11. - Ἐπίρρ. ἐνδοιασίμως, ἐνδοιασίμως ἔχειν περί τινος Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 16. 10, 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
douteux.
Étymologie: ἐνδοιάζω.
Spanish (DGE)
-ον
1 dudoso εἴ τι πρότερον ἐνδοιάσιμον ἦν αὐτῷ περὶ τὴν τεκνοκτονίαν I.AI 16.392, cf. Luc.Scyth.11.
2 adv. -ως dubitativamente οὐκ ἐ. εἶχε περὶ τῆς τῶν παίδων εἰς αὐτὸν ἐπιβουλῆς no tenía ninguna duda acerca de la conspiración de sus hijos contra él I.AI 16.319.
Greek Monolingual
ἐνδοιάσιμος, -ο (Α)
αμφίβολος, αυτός που προκαλεί ενδοιασμούς.