ἔμβρωμα: Difference between revisions
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
(big3_14b) |
(11) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[comida]] Ath.11c, cf. Sor.1.12.123, τὸ πρωινὸν ἔ. el almuerzo</i> Apollon.<i>Lex</i>.α 42<br /><b class="num">•</b>[[alimento]] παρασχεῖν τῷ βρέφει τὸ ἔ. Iren.Lugd.<i>Haer</i>.4.38.1, cf. Hsch.s.u. [[ἔντριτον]].<br /><b class="num">2</b> [[corrosión]], medic. [[agujero producido por la corrosión]] ἐμβρώματα ὀδόντος caries dentales</i> Dsc.1.77.2. | |dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[comida]] Ath.11c, cf. Sor.1.12.123, τὸ πρωινὸν ἔ. el almuerzo</i> Apollon.<i>Lex</i>.α 42<br /><b class="num">•</b>[[alimento]] παρασχεῖν τῷ βρέφει τὸ ἔ. Iren.Lugd.<i>Haer</i>.4.38.1, cf. Hsch.s.u. [[ἔντριτον]].<br /><b class="num">2</b> [[corrosión]], medic. [[agujero producido por la corrosión]] ἐμβρώματα ὀδόντος caries dentales</i> Dsc.1.77.2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἔμβρωμα]], το (Α)<br />το [[πρόγευμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />το φθαρμένο, το φαγωμένο από την πολλή [[χρήση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:28, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is eaten away, ἔ. ὀδόντος cavity in a tooth, Dsc.1.77. II meal, snack, ἔ. πρωϊνόν Ath.1.11c, cf. Sor.1.40.
German (Pape)
[Seite 807] τό, der Imbiß, Ath. I, 11 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμβρωμα: τό, μέρος φαγωμένον ἐκ τῆς χρήσεως, ἔμβρωμα ὀδόντων, τρῦπα, βεβλαμμένον μέρος ὀδόντος, Διοσκ. 1. 105. ΙΙ. «κολατσιό», «δάγκωμα», τὸ πρωινὸν ἔμβρωμα Ἀθήν. 11C.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 comida Ath.11c, cf. Sor.1.12.123, τὸ πρωινὸν ἔ. el almuerzo Apollon.Lex.α 42
•alimento παρασχεῖν τῷ βρέφει τὸ ἔ. Iren.Lugd.Haer.4.38.1, cf. Hsch.s.u. ἔντριτον.
2 corrosión, medic. agujero producido por la corrosión ἐμβρώματα ὀδόντος caries dentales Dsc.1.77.2.
Greek Monolingual
ἔμβρωμα, το (Α)
το πρόγευμα
αρχ.
το φθαρμένο, το φαγωμένο από την πολλή χρήση.