ἐμβρυοτόμος: Difference between revisions

From LSJ

ἐλευθέρα Κόρκυρα· χέζ' ὅπου θέλεις → Corfu is free; shit where you want

Source
(big3_14b)
(11)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ medic. [[instrumento para escindir el feto]] muerto, Sor.4.5.78, Anon.Med.<i>Ferr</i>.282.
|dgtxt=-ου, ὁ medic. [[instrumento para escindir el feto]] muerto, Sor.4.5.78, Anon.Med.<i>Ferr</i>.282.
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἐμβρυοτόμος]])<br />χειρουργικό [[εργαλείο]] που χρησιμοποιείται για [[εμβρυοτομία]] σε [[κύημα]] που έχει πεθάνει [[μέσα]] στη [[μήτρα]].
}}
}}

Revision as of 07:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμβρῠοτόμος Medium diacritics: ἐμβρυοτόμος Low diacritics: εμβρυοτόμος Capitals: ΕΜΒΡΥΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: embryotómos Transliteration B: embryotomos Transliteration C: emvryotomos Beta Code: e)mbruoto/mos

English (LSJ)

ὁ,

   A instrument for cutting up the foetus, Sor.2.63.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμβρυοτόμος: ὁ, τέμνων ἔμβρυον, ἐργαλεῖον μαιευτικόν, Κοντ. Γλωσσ. Παρατ. σ. 319.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ medic. instrumento para escindir el feto muerto, Sor.4.5.78, Anon.Med.Ferr.282.

Greek Monolingual

ο (AM ἐμβρυοτόμος)
χειρουργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για εμβρυοτομία σε κύημα που έχει πεθάνει μέσα στη μήτρα.