ἐνοικήσιμος: Difference between revisions
From LSJ
ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month
(big3_15) |
(12) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον [[habitable]] Sch.S.<i>OC</i> 27P. | |dgtxt=-ον [[habitable]] Sch.S.<i>OC</i> 27P. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐνοικήσιμος]], -ον (Α) [[ενοικώ]]<br />ο [[κατάλληλος]] για [[κατοικία]], [[κατοικήσιμος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:30, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A habitable, Sch.S.OC27.
German (Pape)
[Seite 849] bewohnbar, Schol. Soph. O. C. 27.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνοικήσιμος: -ον, ὃν δύναταί τις νὰ κατοικήσῃ, κατάλληλος πρὸς κατοικίαν, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 27.
Spanish (DGE)
-ον habitable Sch.S.OC 27P.
Greek Monolingual
ἐνοικήσιμος, -ον (Α) ενοικώ
ο κατάλληλος για κατοικία, κατοικήσιμος.