ἐντεκταίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(big3_15)
(12)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[encajar]], [[ajustar en]] ἐν αὐτῷ τῷ ξύλῳ τὰς φλιὰς τῶν ὀνίσκων ἐντεκτηνάμενον Hp.<i>Art</i>.47, τεῖχος ἤγειρεν ὑψηλὸν καὶ ξυλίνους πύργους ἐνετεκτήνατο I.<i>BI</i> 1.99<br /><b class="num">•</b>fig. τὴν ἀνθρωπίνην φωνὴν ὁ Θεὸς τῇ φύσει τῶν ἀνθρώπων ἐνετεκτήνατο Gr.Nyss.<i>Hom.in Cant</i>.235.3, cf. <i>Hom.in Eccl</i>.320.13.
|dgtxt=[[encajar]], [[ajustar en]] ἐν αὐτῷ τῷ ξύλῳ τὰς φλιὰς τῶν ὀνίσκων ἐντεκτηνάμενον Hp.<i>Art</i>.47, τεῖχος ἤγειρεν ὑψηλὸν καὶ ξυλίνους πύργους ἐνετεκτήνατο I.<i>BI</i> 1.99<br /><b class="num">•</b>fig. τὴν ἀνθρωπίνην φωνὴν ὁ Θεὸς τῇ φύσει τῶν ἀνθρώπων ἐνετεκτήνατο Gr.Nyss.<i>Hom.in Cant</i>.235.3, cf. <i>Hom.in Eccl</i>.320.13.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐντεκταίνομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[προσαρμόζω]], [[σφηνώνω]]<br /><b>2.</b> [[χτίζω]], [[οικοδομώ]].
}}
}}

Revision as of 07:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντεκταίνομαι Medium diacritics: ἐντεκταίνομαι Low diacritics: εντεκταίνομαι Capitals: ΕΝΤΕΚΤΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: entektaínomai Transliteration B: entektainomai Transliteration C: entektainomai Beta Code: e)ntektai/nomai

English (LSJ)

   A build or fix in, v.l. for ἐκ-, Hp.Art.47, cf. Apollon. Cit. adloc.

German (Pape)

[Seite 854] med., darin erbauen, πύργους Ios.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντεκταίνομαι: ἀποθ., ἐμπήγνυμι, ἐμπήγω ἢ προσαρμόζω, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 813.

Spanish (DGE)

encajar, ajustar en ἐν αὐτῷ τῷ ξύλῳ τὰς φλιὰς τῶν ὀνίσκων ἐντεκτηνάμενον Hp.Art.47, τεῖχος ἤγειρεν ὑψηλὸν καὶ ξυλίνους πύργους ἐνετεκτήνατο I.BI 1.99
fig. τὴν ἀνθρωπίνην φωνὴν ὁ Θεὸς τῇ φύσει τῶν ἀνθρώπων ἐνετεκτήνατο Gr.Nyss.Hom.in Cant.235.3, cf. Hom.in Eccl.320.13.

Greek Monolingual

ἐντεκταίνομαι (Α)
1. προσαρμόζω, σφηνώνω
2. χτίζω, οικοδομώ.