ἐνστόμισμα: Difference between revisions
From LSJ
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
(big3_15) |
(12) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό [[bocado]], [[freno]] fig., I.<i>AI</i> 18.330. | |dgtxt=-ματος, τό [[bocado]], [[freno]] fig., I.<i>AI</i> 18.330. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (AM [[ἐνστόμισμα]]) [[ενστομίζω]]<br />ό,τι τοποθετείται στο [[στόμα]], [[χαλινάρι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A bit, curb, metaph., J.AJ18.9.3 (s. v.l.).
German (Pape)
[Seite 853] τό, das in den Mund Gelegte, das Gebiß, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνστόμισμα: τό, χαλινός, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 18. 9, 3.
Spanish (DGE)
-ματος, τό bocado, freno fig., I.AI 18.330.
Greek Monolingual
το (AM ἐνστόμισμα) ενστομίζω
ό,τι τοποθετείται στο στόμα, χαλινάρι.