ἐξ: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
(big3_15)
(4)
Line 10: Line 10:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἐκ]].
|dgtxt=v. [[ἐκ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξ:''' Λατ. ex, [[τύπος]] της πρόθ. <i>ἐκ</i>, [[πριν]] από [[φωνήεν]] και [[πριν]] από ορισμένα σύμφωνα, όπως τα <i>ῥ</i>, <i>σ</i>.
}}
}}

Revision as of 22:44, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 861] praepos., statt ἐκ (w. m. s.), vor Vokalen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξ: Λατ. ex, ὁ πλήρης τύπος τῆς προθ. ἐκ, διαμείνας πρὸ φωνήεντος εἴτε ἐν συντάξει εἴτε ἐν συνθέσει, ὡσαύτως καὶ πρό τινων συμφώνων· οἷον. ἐξ σέθεν Συλλ. Ἐπιγρ. 2292· ἐξ Σμύρνης 3137. 11, 81· ἐξ Ρηνείας 158. 26· ὡσαύτως ἐν τέλει στίχου μετὰ τὴν ἰδίαν πτῶσιν, κακῶν ἐξ Ἰλ. Ξ. 472, πρβλ. Θεόκρ. 22. 30.

French (Bailly abrégé)

v. ἐκ.

Spanish (DGE)

v. ἐκ.

Greek Monotonic

ἐξ: Λατ. ex, τύπος της πρόθ. ἐκ, πριν από φωνήεν και πριν από ορισμένα σύμφωνα, όπως τα , σ.