ἐξαποδύνω: Difference between revisions

From LSJ

τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head

Source
(big3_15)
(12)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[quitarse]] εἵματα δ' ἐξαπέδυνε <i>Od</i>.5.372.
|dgtxt=[[quitarse]] εἵματα δ' ἐξαπέδυνε <i>Od</i>.5.372.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐξαποδύνω]] (Α)<br />[[βγάζω]] τα ρούχα, γδύνομαι («εἵματα δ' ἐξαπέδυνε» — έβγαλε τα ρούχα του, πέταξε τα φορέματα, <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> [[αποδύνω]] «[[γδύνω]]», παράλλ. τ. του <i>απο</i>-<i>δύω</i>].
}}
}}

Revision as of 06:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαποδύνω Medium diacritics: ἐξαποδύνω Low diacritics: εξαποδύνω Capitals: ΕΞΑΠΟΔΥΝΩ
Transliteration A: exapodýnō Transliteration B: exapodynō Transliteration C: eksapodyno Beta Code: e)capodu/nw

English (LSJ)

   A put off, εἵματα Od.5.372. ἐξαποίνασθαι, v. ἐξαπαιολεῖσθαι.

German (Pape)

[Seite 871] sich ausziehen, εἵματα Od. 5, 372.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαποδύνω: ἀπεκδύομαι, εἵματα δ’ ἐξαπέδυνε Ὀδ. Ε. 372.

French (Bailly abrégé)

seul. impf. 3ᵉ sg. ἐξαπέδυνε;
dépouiller de, avec double acc..
Étymologie: ἐξ, ἀποδύνω.

English (Autenrieth)

put off; εἵματα, Od. 5.372†.

Spanish (DGE)

quitarse εἵματα δ' ἐξαπέδυνε Od.5.372.

Greek Monolingual

ἐξαποδύνω (Α)
βγάζω τα ρούχα, γδύνομαι («εἵματα δ' ἐξαπέδυνε» — έβγαλε τα ρούχα του, πέταξε τα φορέματα, Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αποδύνω «γδύνω», παράλλ. τ. του απο-δύω].