σκάμβυκες: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
(11)
 
(37)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=ska/mbukes
|Beta Code=ska/mbukes
|Definition=<b class="b3">σκόλοπες, χάρακες</b>, Hsch.
|Definition=<b class="b3">σκόλοπες, χάρακες</b>, Hsch.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σκόλοπες, χάρακες».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. του καθημερινού λεξιλογίου σχηματισμένη από το επίθ. [[σκαμβός]] με [[επίθημα]] -<i>υξ</i>, -<i>υκος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κάλ</i>-<i>υξ</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκάμβυκες Medium diacritics: σκάμβυκες Low diacritics: σκάμβυκες Capitals: ΣΚΑΜΒΥΚΕΣ
Transliteration A: skámbykes Transliteration B: skambykes Transliteration C: skamvykes Beta Code: ska/mbukes

English (LSJ)

σκόλοπες, χάρακες, Hsch.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «σκόλοπες, χάρακες».
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. του καθημερινού λεξιλογίου σχηματισμένη από το επίθ. σκαμβός με επίθημα -υξ, -υκος (πρβλ. κάλ-υξ)].