parlanchín: Difference between revisions
From LSJ
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
(3) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[γλώσσαργος]] | |sltx=[[ἀδέλεσχος]], [[ἀδολέσχης]], [[ἀδόλεσχος]], [[ἀείλαλος]], [[ἀθυρόγλωσσος]], [[ἀθυρόγλωττος]], [[ἀθυρόστομος]], [[ἀπεριλάλητος]], [[βάβαξ]], [[γλώσσαλγος]], [[γλώσσαργος]], [[γλωσσώδης]], [[Δωδωναῖον χαλκεῖον]], [[ἑτοιμολόγος]], [[εὔλαλος]], [[κατάγλωσσος]], [[κωτίλος]], [[λακερός]], [[λάληθρος]], [[λάλημα]], [[λαλητρίς]], [[λάλος]], [[λεσχήν]], [[λεσχηνευτής]], [[ληρώδης]], [[λογολέσχης]], [[μακρολόγος]], [[πανθρύλιος]], [[πάνθρυλος]], [[περίλαλος]], [[περισσολόγος]], [[πολύλαλος]], [[πολυλόγος]], [[πολύλογος]], [[πολύφωνος]], [[πρόγλωσσος]], [[ῥειολόγος]], [[ῥεολόγος]], [[ῥωποπερπερήθρα]], [[ῥωποπερπερήθρας]], [[σπερμολόγος]], [[στόμαργος]], [[στωμυλήθρας]], [[στωμύληθρος]], [[στώμυλμα]], [[στωμύλος]], [[φάτης]], [[φιλόλογος]], [[φιλόμυθος]], [[φλέδων]], [[φλήναφος]], [[φλῆφος]], [[φλύαρος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:47, 8 November 2024
Spanish > Greek
ἀδέλεσχος, ἀδολέσχης, ἀδόλεσχος, ἀείλαλος, ἀθυρόγλωσσος, ἀθυρόγλωττος, ἀθυρόστομος, ἀπεριλάλητος, βάβαξ, γλώσσαλγος, γλώσσαργος, γλωσσώδης, Δωδωναῖον χαλκεῖον, ἑτοιμολόγος, εὔλαλος, κατάγλωσσος, κωτίλος, λακερός, λάληθρος, λάλημα, λαλητρίς, λάλος, λεσχήν, λεσχηνευτής, ληρώδης, λογολέσχης, μακρολόγος, πανθρύλιος, πάνθρυλος, περίλαλος, περισσολόγος, πολύλαλος, πολυλόγος, πολύλογος, πολύφωνος, πρόγλωσσος, ῥειολόγος, ῥεολόγος, ῥωποπερπερήθρα, ῥωποπερπερήθρας, σπερμολόγος, στόμαργος, στωμυλήθρας, στωμύληθρος, στώμυλμα, στωμύλος, φάτης, φιλόλογος, φιλόμυθος, φλέδων, φλήναφος, φλῆφος, φλύαρος