λάληθρος

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰληθρος Medium diacritics: λάληθρος Low diacritics: λάληθρος Capitals: ΛΑΛΗΘΡΟΣ
Transliteration A: lálēthros Transliteration B: lalēthros Transliteration C: lalithros Beta Code: la/lhqros

English (LSJ)

λάληθρον, talkative, Lyc.1319, AP4.1.13 (Mel.), 12.136.

German (Pape)

[Seite 9] ον, geschwätzig; θῆλυ γένος Ep. ad. 33 (XII, 136); κίσσα Lycophr. 1319; B. A. 50 erkl. λάλος καὶ διὰ τοῦ λαλεῖν κακουργῶν.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bavard.
Étymologie: λαλέω.

Russian (Dvoretsky)

λάληθρος: (ᾰ) болтливый, говорливый (θῆλυ γένος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λάληθρος: -ον, λάλος, Λυκόφρ. 1319, Ἀνθ. Π. 4. 1, 13., 12. 136.

Greek Monolingual

λάληθρος, -ον (Α)
λάλος, φλύαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαλῶ + επίθημα -θρος (πρβλ. στρωμύληθρος)].

Greek Monotonic

λάληθρος: -ον, ομιλητικός, σε Ανθ.

Middle Liddell

λάληθρος, ον
talkative, Anth.

Translations

chatterbox

Arabic: ثَرْثَار; Belarusian: лапатун, лапатуха, лапатушка, ласкатун, ласкатуха, ласкатушка; Bulgarian: бъбрица, кречетало; Catalan: xerraire; Chinese Mandarin: 話匣子, 话匣子, 喋喋不休者, 話癆, 话痨; Czech: kecal; Danish: sladretaske, sludrechatol; Dutch: kletskous; Esperanto: babilemulo; Finnish: lörppö, lörpöttelijä, hölösuu; French: moulin à paroles, bavard comme une pie; Galician: charlatán; German: Dampfplauderer, Plaudertasche, Quasselstrippe, Schwätzer, Schwätzerin; Alemannic German: Chlepfe; Greek: πολυλογάς, φαφλατάς; Ancient Greek: ἀδέλεσχος, ἀδολέσχης, ἀδόλεσχος, ἀείλαλος, ἀθυρόγλωσσος, ἀθυρόγλωττος, ἀθυρόστομος, ἀπεριλάλητος, βάβαξ, γλώσσαλγος, γλώσσαργος, γλωσσώδης, Δωδωναῖον χαλκεῖον, ἑτοιμολόγος, κωτίλος, λακερός, λάληθρος, λάλημα, λαλητρίς, λάλος, λεσχήν, λεσχηνευτής, λογολέσχης, μακρολόγος, πανθρύλιος, πάνθρυλος, περίλαλος, περισσολόγος, πολύλαλος, πολυλόγος, πολύλογος, πολύφωνος, πρόγλωσσος, ῥαχίας λαλίστερος, ῥεολόγος, ῥειολόγος, ῥωποπερπερήθρας, σπερμολόγος, στωμυλήθρας, στωμύληθρος, στώμυλμα, στωμύλος, φάτης, φιλόλογος, φλέδων, φλήναφος, φλῆφος, φλύαρος; Hungarian: locsi-fecsi, szélkelep; Irish: cabaire; Italian: chiacchierone, ciancione, linguacciuto; Japanese: おしゃべり; Kazakh: сумақай; Latin: lingulaca; Latvian: pļāpa; Macedonian: кречетало, брборко, алапача; Maori: kohe, komarero, pane kākā, ngutu kotete; Norman: bailleux d'goule, caqu'teux; Occitan: barjacaire, charraire; Plautdietsch: Plaupamul; Polish: gaduła; Portuguese: tagarela, falador, gralha, grafonola; Russian: болтун, болтунья, болтушка, лопотун, лопотуха, лопотунья; Serbo-Croatian: brbljavac, brbljavica; Spanish: loro, lora, charlatán, cotorra, parlanchín; Tangut: 𗀁𗢯; Turkish: geveze, şapır; Ukrainian: балакун, балакуха, лепетун, лепетуха; Walloon: tchafiåd, tchafete, berdeleu, Mareye-tarame