στιχοπλόκος: Difference between revisions
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
(11) |
(6_14) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=stixoplo/kos | |Beta Code=stixoplo/kos | ||
|Definition=ὁ, (πλέκω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">versifier</b>, condemned by Thom.Mag.<span class="bibl">p.189</span> R.</span> | |Definition=ὁ, (πλέκω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">versifier</b>, condemned by Thom.Mag.<span class="bibl">p.189</span> R.</span> | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''στῐχοπλόκος''': ὁ, ([[πλέκω]]) ὁ πλέκων στίχους, [[στιχογράφος]] [[στιχουργός]]· [[λέξις]] [[κακόζηλος]] κατὰ τὸν Θωμ. Μάγιστρ. ἐν λέξ. ἰάμβων [[ἐργάτης]]· - στιχοπλοκέω, [[συντίθημι]] στίχους, Βυζ. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:16, 5 August 2017
English (LSJ)
ὁ, (πλέκω)
A versifier, condemned by Thom.Mag.p.189 R.
Greek (Liddell-Scott)
στῐχοπλόκος: ὁ, (πλέκω) ὁ πλέκων στίχους, στιχογράφος στιχουργός· λέξις κακόζηλος κατὰ τὸν Θωμ. Μάγιστρ. ἐν λέξ. ἰάμβων ἐργάτης· - στιχοπλοκέω, συντίθημι στίχους, Βυζ.