συναναμίγνυμι: Difference between revisions
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
(T22) |
(39) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=to [[mix]] up [[together]]; [[passive]], [[present]] [[imperative]] 2nd [[person]] plural συναναμίγνυσθε; infinitive συναναμίγνυσθαι; reflexive and [[metaphorically]], τίνι, to [[keep]] [[company]] [[with]], be [[intimate]] [[with]], [[one]]: R T συναναμίγνυσθε, L Tr WH συναναμίγνυσθαι). ([[Plutarch]], Philop. 21; (the Sept. Alex.).) | |txtha=to [[mix]] up [[together]]; [[passive]], [[present]] [[imperative]] 2nd [[person]] plural συναναμίγνυσθε; infinitive συναναμίγνυσθαι; reflexive and [[metaphorically]], τίνι, to [[keep]] [[company]] [[with]], be [[intimate]] [[with]], [[one]]: R T συναναμίγνυσθε, L Tr WH συναναμίγνυσθαι). ([[Plutarch]], Philop. 21; (the Sept. Alex.).) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ, και [[συναναμείγνυμι]] Α [[ἀναμ</i>(<i>ε</i>)<i>ίγνυμι]]<br /><b>1.</b> [[αναμιγνύω]], [[ανακατεύω]] κάποιον ή [[κάτι]] με άλλους ή με άλλα («[[Ξενοφῶν]] καί τινας ἰδιώτας συνανέμειξε», Α<br />θήν.)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συναναμίγνυμαι</i><br />α) (<b>για πρόσ.</b>) έχω [[επικοινωνία]], έχω σχέσεις («μὴ συναναμίγνυσθαι πόρνοις», ΚΔ)<br />β) συντάσσομαι, [[προσχωρώ]]<br />γ) ανακατεύομαι σε διάφορες υποθέσεις<br />δ) (<b>για πράγμ.</b>) [[είμαι]] ανακατεμένος, συγχέομαι με άλλα. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:34, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1000] (s. μίγνυμι), mit oder zugleich an-und zumischen, Luc. Charid. 15; pass. bei Plut. Philop. 21.
Greek (Liddell-Scott)
συναναμίγνῡμι: μέλλ. -μίξω, ἀναμιγνύω ὁμοῦ, Ἀθήν. 177Β.― Παθ., συναναστρέφομαι, τισι ὁ αὐτ. 256Α, Πλουτ. Φιλοπ. 21˙ τούτων ἡ ἄγνοια ξυναναμέμικται αὐτοῖς Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 15.
French (Bailly abrégé)
mêler l’un avec l’autre ; Pass. se mêler à, τινι ; fig. devenir une partie de, τινι.
Étymologie: σύν, ἀναμίγνυμι.
English (Strong)
from σύν and a compound of ἀνά and μίγνυμι; to mix up together, i.e. (figurative) associate with: (have, keep) company (with).
English (Thayer)
to mix up together; passive, present imperative 2nd person plural συναναμίγνυσθε; infinitive συναναμίγνυσθαι; reflexive and metaphorically, τίνι, to keep company with, be intimate with, one: R T συναναμίγνυσθε, L Tr WH συναναμίγνυσθαι). (Plutarch, Philop. 21; (the Sept. Alex.).)
Greek Monolingual
ΜΑ, και συναναμείγνυμι Α [[ἀναμ(ε)ίγνυμι]]
1. αναμιγνύω, ανακατεύω κάποιον ή κάτι με άλλους ή με άλλα («Ξενοφῶν καί τινας ἰδιώτας συνανέμειξε», Α
θήν.)
2. παθ. συναναμίγνυμαι
α) (για πρόσ.) έχω επικοινωνία, έχω σχέσεις («μὴ συναναμίγνυσθαι πόρνοις», ΚΔ)
β) συντάσσομαι, προσχωρώ
γ) ανακατεύομαι σε διάφορες υποθέσεις
δ) (για πράγμ.) είμαι ανακατεμένος, συγχέομαι με άλλα.