Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ψώνιο: Difference between revisions

From LSJ

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.
(47c)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ψώνι]] και ψούνι(ο), το, Ν<br /><b>1.</b> ό,τι αγοράζει [[κανείς]] («βγήκε για ψώνια»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[άνθρωπος]] [[ευκολόπιστος]], [[αφελής]]<br />β) [[άνθρωπος]] [[ψηλομύτης]], [[φαντασμένος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «έχει [[ψώνιο]] [με [[κάτι]]]» — έχει παθολογική [[αδυναμία]] σε [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. μσν. [[ὀψώνιον]] «[[αγορά]] και [[προμήθεια]] τροφίμων» <span style="color: red;"><</span> [[ὀψώνης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ὄψον]] «[[τροφή]]» <span style="color: red;">+</span> <i>ὠνοῦμαι</i> «[[αγοράζω]]»), με σίγηση του αρκτικού άτονου <i>ο</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[ὀμμάτιον]]: [[μάτι]])].
|mltxt=και [[ψώνι]] και ψούνι(ο), το, Ν<br /><b>1.</b> ό,τι αγοράζει [[κανείς]] («βγήκε για ψώνια»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[άνθρωπος]] [[ευκολόπιστος]], [[αφελής]]<br />β) [[άνθρωπος]] [[ψηλομύτης]], [[φαντασμένος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «έχει [[ψώνιο]] [με [[κάτι]]]» — έχει παθολογική [[αδυναμία]] σε [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. μσν. [[ὀψώνιον]] «[[αγορά]] και [[προμήθεια]] τροφίμων» <span style="color: red;"><</span> [[ὀψώνης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ὄψον]] «[[τροφή]]» <span style="color: red;">+</span> <i>ὠνοῦμαι</i> «[[αγοράζω]]»), με σίγηση του αρκτικού άτονου <i>ο</i>- ([[πρβλ]]. [[ὀμμάτιον]]: [[μάτι]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

και ψώνι και ψούνι(ο), το, Ν
1. ό,τι αγοράζει κανείς («βγήκε για ψώνια»)
2. μτφ. α) άνθρωπος ευκολόπιστος, αφελής
β) άνθρωπος ψηλομύτης, φαντασμένος
3. φρ. «έχει ψώνιο [με κάτι]» — έχει παθολογική αδυναμία σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μσν. ὀψώνιον «αγορά και προμήθεια τροφίμων» < ὀψώνης (< ὄψον «τροφή» + ὠνοῦμαι «αγοράζω»), με σίγηση του αρκτικού άτονου ο- (πρβλ. ὀμμάτιον: μάτι)].